ἐκκυμαίνω
English (LSJ)
A swerve, bulge from the straight line, of a line of soldiers, X.An.1.8.18, cf. Demetr.Eloc.84. 2 cause to burst from their sockets, τὤμματα Herod.6.68. II Pass., to be cast up by the waves, D.H.10.53 ; ὑπὸ τῆς θαλάσσης Plu.2.357a.
German (Pape)
[Seite 765] auswogen, – a) durch die Wellen auswerfen, πρὸς τὰς ἀκτάς D. H. 10, 53; ἐπὶ τοὺς αἰγιαλοὺς ἐκκυμανθείς Ath. VII, 283 c, wie Plut. Is. et Os. 15; ἐκκεκύμασμαι hat Su Id. – Uebertr. b) im Marschiren über die Linie herauskommen, Xen. An. 1, 8, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῡμαίνω: μεταφ., ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας γραμμῆς, ἐπὶ στρατιωτικῆς φάλαγγος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. ΙΙ. παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. ἦτο μεταβατ., ἐκρίπτομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, Διον. Ἁλ. 10. 53· ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 357Α.