ἐκκυμαίνω

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῡμαίνω Medium diacritics: ἐκκυμαίνω Low diacritics: εκκυμαίνω Capitals: ΕΚΚΥΜΑΙΝΩ
Transliteration A: ekkymaínō Transliteration B: ekkymainō Transliteration C: ekkymaino Beta Code: e)kkumai/nw

English (LSJ)

A swerve, bulge from the straight line, of a line of soldiers, X.An.1.8.18, cf. Demetr.Eloc.84.
2 cause to burst from their sockets, τὤμματα Herod.6.68.
II Pass., to be cast up by the waves, D.H.10.53; ὑπὸ τῆς θαλάσσης Plu.2.357a.

Spanish (DGE)

(ἐκκῡμαίνω) I intr. salirse del límite ἐξεκύμαινέ τι τῆς φάλαγγος una parte de la falange desbordaba la línea X.An.1.8.18
desbordarse el mar, Demetr.Eloc.84
fig. τὤμματ' ἐξεκύμηνα los ojos se me salieron de las órbitas por el asombro, Herod.6.68.
II tr.
1 arrojar a la playa c. ac. de pers. ὃν οἱ ... χειμῶνες ἐπὶ τὸν Φαιάκων ἔλεον ἐξεκύμηναν al que (Odiseo) las tempestades arrojaron a la piedad de los feacios Heraclit.All.79, en v. pas. τῶν σωμάτων ἐκκυμαινομένων D.H.10.53, ὑπὸ τῆς θαλάσσης Plu.2.357a.
2 hacer hervir, sobreexcitar τὴν ὄρεξιν εἰς ἀλλοτρίας ἡδονάς Clem.Al.Strom.3.15.96.

German (Pape)

[Seite 765] auswogen, – a) durch die Wellen auswerfen, πρὸς τὰς ἀκτάς D. H. 10, 53; ἐπὶ τοὺς αἰγιαλοὺς ἐκκυμανθείς Ath. VII, 283 c, wie Plut. Is. et Os. 15; ἐκκεκύμασμαι hat Su Id. – Übertr. b) im Marschiren über die Linie herauskommen, Xen. An. 1, 8, 18.

French (Bailly abrégé)

déborder comme un flot montant.
Étymologie: ἐκ, κυμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῡμαίνω:
1 досл. (о волнах) выходить из берегов, перен. выходить за линию, прогибаться вперед (ἐξεκύμαινέ τι τῆς φάλαγγος Xen.);
2 выбрасываться волнами (πρὸς τὴν Βύβλον χώραν ὑπὸ τῆς θαλάττης ἐκκυμανθείς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῡμαίνω: μεταφ., ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας γραμμῆς, ἐπὶ στρατιωτικῆς φάλαγγος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. ΙΙ. παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. ἦτο μεταβατ., ἐκρίπτομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, Διον. Ἁλ. 10. 53· ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 357Α.

Greek Monolingual

ἐκκυμαίνω (AM)
μσν.
παθ. ρίχνομαι έξω στην ξηρά από τα κύματα
αρχ.
1. (για στρατό) βγαίνω από τον δρόμο
2. προκαλώ εξόρυξη.

Greek Monotonic

ἐκκῠμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ρίχνομαι προς τα έξω σαν κύμα, λέγεται για στρατιωτική γραμμή, στοίχιση, παράταξη, φάλαγγα, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to wave from the straight line, of a line of soldiers, Xen.