κυμαίνω
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
fut. κυμᾰνῶ Xuthusap.Arist.Ph.216b25: aor.
A ἐκύμηνα Arr.An.2.10.3: aor. 1 Pass. ἐκυμάνθην Plu.Ant.65: (κῦμα):—rise in waves, swell, ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα over the billowy sea, Il.14.229, cf. Od.4.425,570, etc.; of a pot, boil, Call.Fr.anon.41; κ. ἄνω καὶ κάτω Pl.Phd. 112b; κυμανεῖ τὸ ὅλον Xuthusl. c.; κ. τῇ πορείᾳ undulate, of caterpillars, Arist.HA551b7; τὰ ἄποδα… κυμαίνοντα προέρχεται Id.IA709a24; of a line of soldiers, Plu.Pomp.69, cf. Arr.An. l.c.
2 metaph., of restless passion, swell, seethe, κυμαίνοντ' ἔπη A.Th.443; ἄνθος ἥβας κυμαίνει Pi.P.4.158; αἱ ψυχαὶ κ. μειζόνως, with passion, Pl.Lg.930a; κ. ἐκ τῆς ἐπιθυμίας Ael.NA7.15; ἐς τὴν ὁμιλίαν ib.15.9.
3 trans., toss on the waves, τὸ δέπας Pherecyd.18(a) J.; agitate, τὴν θάλατταν Luc.DMar.7.1; οἴστρῳ κ. θεούς APl.4.196 (Alc. Mess.):—Pass., to be agitated, τὸ πέλαγος κ. Hp.Flat.3, Plu. Ant. l.c., cf. Opp.H.4.676; πόθῳ Pi.Fr.123.3; vibrate, Nicom.Harm. 3.
II (κῦμα ΙΙ) to swell, to be pregnant, κ. γαστέρα Opp.C.1.359; κύστιδα ib.4.443; μαζοὶ… γάλα κυμαίνουσι Marc.Sid.91:—Med., Σεμέλης κυμαίνετο γαστήρ Nonn. D. 8.7.
German (Pape)
[Seite 1529] wallen, wogen, Wellen schlagen; πόντος κυμαίνων Il. 14, 229 Od. 4, 425 u. öfter; κυμαίνει τὸ ὑγρὸν ἄνω καὶ κάτω Plat. Phaed. 112 b; Sp. auch trans., θάλατταν, in Wellen aufregen, Luc. D. Mar. 7, 1; u. pass., μεγάλῳ πνεύματι κυμανθὲν τὸ πέλαγος, das in Wogen aufgeregte Meer, Plut. Anton. 66. – Oft übertr. von leidenschaftlichen Gemüthszuständen, aufwallen, aufbrausen; ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται Pind. frg. 88; vgl. οἴστρῳ θεοὺς κυμήνας Alcaeus 11 (Plan. 196); Pind. sagt auch σὸν ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει, die Jugendblüthe schäumt, wallt auf, P. 4, 158; πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ' ἔπη, gleichsam eine Fluth von Worten, Aesch. Spt. 425; κυμαίνουσα ἐκ τῆς ἐπιθυμίας Ael. H. A. 7, 15, öfter; vom Haß, Plat. Legg. XI, 930 a. – Anschwellen, κυμαίνετο γαστήρ Nonn. D. 8, 7; vgl. Opp. C. 1, 358; κυστίδα, eine volle Blase haben, 4, 443; – vom Heere, aus der graden Linie herauskommen, Plut. Pomp. 69, Arr. An. 2, 10, 4.
French (Bailly abrégé)
f. κυμανῶ, ao. ἐκύμανα, pf. inus.
A. intr. I. s'enfler, se soulever, en parl. de la mer;
II. p. anal. :
1 être agité comme des vagues houleuses;
2 se gonfler (de désir, de colère, de haine, etc.) ; être impétueux, être violent;
B. tr. enfler, soulever ; Pass. être soulevé, être agité.
Étymologie: κῦμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμαίνω [κῦμα] aor. ἐκύμηνα, ptc. aor. pass. κυμανθείς golven, deinen:; ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα = zij dook onder in de deinende zee Od. 4.425; κ. ἄνω καὶ κάτω = het deint op en neer (van water) Plat. Phaed. 112b;; met acc. laten golven:. τὴν θάλατταν de zee Luc. 78.11.1. opzwellen, van emoties:. ἐὰν δ’ αἱ ψυχαὶ κυμαίνουσιν maar als hun stemming te geëmotioneerd is Plat. Lg. 930a; κυμαίνοντ’ ἔπη = gezwollen woorden Aeschl. Sept. 443.
Russian (Dvoretsky)
κῡμαίνω:
1 волноваться, вздуваться (πόντος κυμαίνων Hom.): κ. ἄνω καὶ κάτω Plat. вздыматься и опускаться;
2 извиваться (τὰ ἄποδα κυμαίνοντα προέρχεται Arst.);
3 перен. бушевать, кипеть (κυμαίνοντα ἔπη Aesch.): ἐὰν δ᾽ αἱ ψυχαὶ κυμαίνωσι μειζόνως αὐτῶν Plat. если их души кипят сильнее, чем они сами, т. е. если они не умеют владеть своими страстями;
4 приводить в волнение, волновать (τὴν θάλατταν Luc.; μεγάλῳ πνεύματι κυμανθὲν τὸ πέλαγος Plut.).
English (Slater)
κῡμαίνω act., swell into bloom intrans., met. “σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” (P. 4.158) med., of people under emotional stress, ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται is not swollen with longing fr. 123. 4.
Greek Monolingual
(AM κυμαίνω) κύμα
1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.)
2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ' ὑφ' αὑτῷ στρατιᾱς τὸ πλεῖστον οὐκ ἀτρεμοῦν ἀλλὰ κυμαῖνον», Πλούτ)
νεοελλ.
1. μέσ. κυμαίνομαι
α) αυξομειώνομαι, δεν είμαι σταθερός (α. «η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 12 έως 20 βαθμούς» β. «η τιμή του δολαρίου τον τελευταίο μήνα κυμαίνεται από 140 έως 150 δρχ.»)
β) αμφιταλαντεύομαι, διστάζω
2. φρ. «κυμαινόμενο δημόσιο χρέος»
(οικον.) μορφή του δημόσιου χρέους που συνίσταται στην εκ μέρους του κράτους σύναψη δανείων βραχείας προθεσμίας για την αντιμετώπιση δαπανών άμεσης ανάγκης, με τη μορφή της εκδόσεως έντοκων γραμματίων ή ομολογιών
νεοελλ.-μσν.
κινώ κυματοειδώς, δίνω σε κάτι κυματοειδή κίνηση
αρχ.
1. κάνω κάτι να κυλιέται στα κύματα
2. ταράζω ή ταράζομαι, αναβράζω, κινούμαι σαν κύμα, συνταράσσομαι (α. «προσέταξε μὴ κυμαίνειν τὴν θάλασσαν», Λουκιαν.
β. «σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει», Πλούτ.
γ. «κυμαίνουσιν ἐκ τῆς ἐπιθυμίας», Αιλ.)
3. (για χύτρα) βράζω
4. είμαι εξογκωμένος, έχω εξογκωμένη την κοιλιά, είμαι έγκυος, κυοφορώ (α. «μαζοὶ [μαστοὶ] γάλα κυμαίνουσι», Μάρκελλ. Σιδ.
β. «Σεμέλης κυμαίνετο γαστήρ», Νόνν.)
5. πάλλω, δονώ
6. (για κάμπιες) βαδίζω, προχωρώ με κυματισμό του σώματος
7. ανεβοκατεβαίνω, φέρομαι άνω και κάτω.
Greek Monotonic
κῡμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (κῦμα),
1. υψώνομαι σε κύματα, πρήζομαι, φουσκώνω, σε Όμηρ., Πλάτ.
2. μεταφ., λέγεται για το πάθος, μεγαλώνω, αυξάνω, αναβράζω, σε Πίνδ., Αισχύλ.
3. μτβ., κάνω κάτι να κυμαίνεται, σε Λουκ., Ανθ. — Παθ., σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· ― ὑψοῦμαι εἰς κύματα, ἐξογκοῦμαι, ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα, ἐπὶ τῆς κυμαινομένης θαλάσσης, Ἰλ. Ξ. 229, πρβλ. Ὀδ. Δ. 425, 570, κτλ.· ἐπὶ χύτρας, βράζω, Ποιητ. παρὰ Σουΐδ.· κ. ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Φαίδων 112Β· κ. τῇ πορείᾳ, διὰ κυματισμοῦ τινος τοῦ σώματος βαδίζω, ἐπὶ κάμπης, Ἀριστοφ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9· τὰ ἄποδα... κυμαίνοντα προέρχεται ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 9, 9· ἐπὶ γραμμῆς στρατιωτῶν, Πλουτ. Πομπ. 69. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνησύχου πάθους, ἐξογκοῦμαι, ἀναβράζω, Λατ. fluctuo, aestuo, κυμαίνοντ’ ἔπη Αἰσχύλ. Θήβ. 443· ἥβας ἄνθος κυμαίνει Πινδ. Π. 282· αἱ ψυχαὶ κ. μειζόνως, ἐκ τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς, Πλάτ. Νόμ. 930Α· κ. ἐκ τῆς ἐπιθυμίας Αἰλ. π. Ζ. 7. 15· ἐς τὴν ὁμιλίαν αὐτόθι 15. 9. 3) μεταβ., κάμνω τι νὰ κυμαίνηται, νὰ κυλίηται ἐπὶ τῶν κυμάτων, Ὠκεανὸς πειρώμενος αὐτοῦ κυμαίνει τὸ δέπας Φερεκύδ. παρ’ Ἀθην. 470D· ταράσσω, τὴν θάλατταν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 1· οἴστρῳ κ. θεοὺς Ἀνθ. Πλαν. 196. ― Παθ., ταράσσομαι, κ. πνεύματι τὸ πέλαγος Πλουτ. Ἀντ. 65, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 676· πόθῳ Πινδ. Ἀποσπ. 88. 3. ΙΙ. (κῦμα ΙΙ) ἔχω τὴν γαστέρα ἐξωγκωμένην, κυοφορῶ, κυμαίνειν γαστέρα Ὀππ. Κυν. 1. 358· κύστιδα 4. 439· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σεμέλης κυμαίνετο γαστὴρ Νόνν. Δ. 8. 7.
Middle Liddell
κῡμαίνω, κῦμα
1. to rise in waves or billows, to swell, Hom., Plat.
2. metaph. of passion, to swell, seethe, Pind., Aesch.
3. trans. to agitate, Luc., Anth.:—Pass., Plut.