λίβανος
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A frankincense-tree, Boswellia Carterii, Hdt.4.75, Thphr.HP9.4.2, Dsc.1.68, etc.; ἱερόδακρυς λ. Melanipp.1.5. II = λιβανωτός, frankincense, in which sense it is fem. in Pi.Fr.122.3, E.Ba.144 (lyr.); but masc. in PCair.Zen.69.13 (iii B.C.), AP6.231 (Phil.), 9.93 (Antip. Thess.), Edict.Diocl. (Ἀθηνᾶ 18.6, Tegea); indeterminate in Sapph.Supp.20c.2, S.Fr.1064, Anaxandr.41.37, SIG 247ii 19 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, der Weihrauchbaum, Her. 4, 75; Theophr.; Diosc.; u. der Weihrauch selbst, = λιβανωτός, Συρίας δ' ὡς λιβάνου καπνός, Eur. Bacch. 144; Anaxandr. bei Ath. IV, 131 d; χὠ μελίπνους λίβανος Philp. 10 (VI, 231) u. öfter; D. Per. 938; von Phryn. 187 in dieser Bdtg für dichterisch erkl.; doch brauchen es auch spätere Prosaiker, wie D. Sic. 3, 42. – Zuweilen auch fem., wie in der angeführten Stelle des Eur.; Nic. Ther. 107; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Ath. XIII, 574 a.
Greek (Liddell-Scott)
λίβᾰνος: [ῐ], ὁ, (ἴδε κατωτ.), τὸ δένδρον τοῦ θυμιάματος, τὸ παράγον δηλ. τὸν λιβανωτόν, Ἡρόδ. 4. 75, Σοφ. Ἀποσπ. 906, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, κτλ.· ἱερόδακρυς λ. Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1 (ἴδε ἐν λ. κασία). ΙΙ. = λιβανωτός, καθ’ ἣν ἔννοιαν εἶναι θηλ., Πινδ. Ἀποσπ. 87. 2, Εὐρ. Βάκχ. 144, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37, Ἀνθ. Π. 9. 231, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 187. (Ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 arbre à encens;
2 encens, résine odorante.
Étymologie: DELG emprunt sémit. certain.
Par. στύραξ².