ἐξαμαύρωσις

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).

German (Pape)

[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.