ἀμαυρόω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαυρόω Medium diacritics: ἀμαυρόω Low diacritics: αμαυρόω Capitals: ΑΜΑΥΡΟΩ
Transliteration A: amauróō Transliteration B: amauroō Transliteration C: amavroo Beta Code: a)mauro/w

English (LSJ)

Sol. and X., v.infr.: A fut. ἀμαυρώσω Simon.4.5: aor. ἀμαύρωσα Pi.P.12.13, ἠμαύρωσα AP9.24, Plb.6.15.7, etc.: pf. ἠμαύρωκα Str.8.1.1:—Med., aor. opt. ἀμαυρώσαιτο Aristaenet.1.16:—Pass., Philist. ap.Phot.p.88R.: pf. ἠμαύρωμαι Plu.Per.11: aor. ἀμαυρώθην (without augm.) Hdt.9.10:—make dim, faint, or obscure, ἡ σελήνη ἀ. τὰ ἴχνη X.Cyn.5.4; ἄστρα ἠμαύρωσε ἥλιος AP9.24 (Leon.):—Pass., become dark or dim, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη Hdt.l.c.; ὄμμα-ούμενον Hp.Prorrh. 1.46; φορτί' ἀμαυρωθείη perished utterly, Hes. Op.693; τὸ θερμὸν μικρὸν ὂν ἐν μεγάλοις ἀ. Arist.PA667a19.
2 render invisible, PMag. Berol.1.102.
3 blind, ὄμματα Tab.Defix.Aud.241.13 (Carthage, ii/iii A.D.), etc.
II metaph. in same sense, εὐνομία.. ὕβριν ἀ. Sol.4.35; ἐντάφιον.. οὔτ' εὐρὼς οὔτ'.. ἀμαυρώσει χρόνος Simon.4.5, cf. Call.Iamb.1.429; χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα S.Fr.954, cf. Str. l. c.; τίς ἄρα σὰν.. ἀμαυροῖ ζόαν; E.Hipp.816; πολλοί γε.. τῷ θράσει τὰς συμφορὰς ζητοῦσ' ἀμαυροῦν Id.Fr.416; ἀ. δόξαν Plb.20.4.3; τὰς ἄλλας κακίας Plu.Crass.2; οἶκον ἀμαυρώσας ὤλετο IG12(7).107 (Amorgos); deface a tomb, ib.12(9).1129.22 (Chalcis):—weaken, impair, πόνος πόνον ἀ. Hp.Aph.2.46, cf. Aër.23, Aret.CD2.6; ἡ νεαρὴ [τροφὴ] ἠμαύρωσε τὴν παλαιήν ib.13:—Pass., Thphr. HP 9.14.3; ἡ ἡδονὴ -οῦται Arist.EN1175a10; ἠμαυρωμένος τὸ ἀξίωμα, τῇ δόξῃ, Plu.Per.11, Cor. 31; to be dazzled, περὶ τὸν χρυσόν Onos.1.8.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [aor. sin aum. ἀμαύρωσεν Pi.P.12.13; aor. pas. sin aum. ἀμαυρώθη Hdt.9.10]
A v. act.
I relat. a la visibilidad
1 obscurecer c. concr., del sol c. respecto a la luna τὸ ἀσθενέστερον Antipho Soph.B 27, ἄστρα μὲν ἠμαύρωσε καὶ ἱερὰ κύκλα σελήνης ... ἠέλιος AP 9.24 (Leon.), εὐτυχίᾳ γὰρ τοῦ ἔθνους οἱ νόμοι ... ἀμαυρώσουσι τοὺς ἄλλους καθάπερ ... ἥλιος τοὺς ἀστέρας Ph.2.141
deslumbrar ἥλιος ... ἀμαυροῖ ὀφθαλμούς LXX Si.43.4
cegar ὁ θεὸς ... τοὺς μὲν ἠμαύρωσεν I.AI 1.202, τὰ ὄμματα TDA 241.13
τῶν αἰτίων ἐκβάσεις ἀμαυρώσουσιν del sol y la luna en conjunción con Urano borrarán los resultados de los procesos judiciales Vett.Val.163.25.
2 hacer invisible, PMag.1.102.
3 fig. obscurecer, eclipsar βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά LXX Sap.4.12, τοὺς ἄλλους στρατηγούς Plu.Alc.6, cf. Plb.6.15.7, τὴν λαμπρὰν ... χάριν Aristaenet.1.28.20
gram. πάθος ἐγγινόμενον ἀμαυροῖ τὰς ἰδιότητας τοῦ δεόντως πως σχηματίζεσθαι la modificación sufrida obscurece las particularidades de la debida formación A.D.Adu.169.18.
II de pers. y abstr.
1 debilitar, aminorar c. abstr., ὕβριν Sol.3.34, μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ Pi.Fr.126.1, τὰς συμφοράς E.Fr.416, σαυτὸν δ' ἀμαυροῖς, ὥστε λήσει(ς) τῷ χρόνῳ Ar.Fr.650D, ὁ σφοδρότερος (πόνος) ἀμαυροῖ τὸν ἕτερον (πόνον) Hp.Aph.2.46, τὸ δὲ ἥμερόν τε καὶ ἤπιον Hp.Aër.23, δόξαν Plb.20.4.3, τὸ τέλος τῶν ἰδίων Plb.21.22.11, τὰς ἄλλας (κακίας) Plu.Crass.2, τὸ κάλλος Aristaenet.1.16.11.
2 de pers. y cosas humanas arruinar, destruir, estropear, borrar suj. el tiempo ἐντάφιον ... οὔτ' ... ἀμαυρώσει χρόνος Simon.26.5, χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα el tiempo todo lo destruye S.Fr.954, ὁ χρόνος ἠμαύρωκε τὰ πολλά Str.8.1.1, χρόνου ... τὴν ἱστορίαν καὶ οὐδαμῶς ἀμαυρώσοντος D.C.72.23.4
c. otros suj.: c. compl. de pers. y abstr. τό τε θεσπέσιον Φόρκοι' ἀμαύρωσεν γένος Pi.P.12.13, οἶκον IG 12(7).107 (Amorgos V a.C.), τινα A.Eu.358, ζόαν de Fedra, E.Hipp.816
corromper ἑκατέρας (τροφάς) Hp.Alim.5, ἡ γὰρ νεαρὴ (τροφή) ... ἠμαύρωσε τὴν παλαιήν Aret.CD 2.13.3, τὰ τῶν πολεμίων X.Ages.11.12, de una estatua IG 12(9).1179.22 (Cálcide).
3 por mala trad. del hebr. amonestar y c. hebraísmo en la constr. οὐκ ἠμαύρωσεν ἐν αὐτοῖς Aq.1Re.3.13.
B v. med.-pas.
1 obscurecerse, apagarse de la luna, B.13.177, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη Hdt.9.10, ὁ δὲ ἥλειος (sic) ἀμαυρωθήσεται POxy.2332.17 (III d.C.), de los astros τῆς ἀμιγοῦς καὶ καθαρᾶς αὐγῆς ἐκείνης ἀμαυρουμένης Ph.1.7, πυρὸς τὸ φέγγος ... τῷ βάθει τοῦ σκότους ἀμαυρούμενον Ph.2.100, πῶς ἀμαυρωθήσεται χρυσίον; ¿cómo se ennegrecerá el oro? LXX La.4.1, tb. v. act. ἡ σελήνη ἀμαυροῖ τῷ θερμῷ X.Cyn.5.4.
2 aminorarse, debilitarse ἡδονὴ ἀμαυροῦται Arist.EN 1175a10, del calor, Arist.PA 667a19, del dolor, Aret.SD 2.12.2, SA 1.7.4, cf. Aq.Ge.27.1, de las raíces de ciertas plantas, Thphr.HP 9.14.3, de olores, Thphr.Od.54, εἰ μὴ τῇ εὐχῇ τοῦ νηστευτοῦ ἠμαυρώθη τὸ δηλητήριον Basil.M.31.172D, ὄμμα Hp.Prorrh.1.46, οὐκ ἠμαυρώθησαν οἱ ὀφθαλμοί LXX De.34.7, αὐτοῦ ... τὰς ὄψεις ἠμαυρωμένου διὰ τὸ γῆρας I.AI 8.268
fig. ἐν τῷ μεγέθει τῶν καλῶν τὸ λεχθὲν καὶ ἀμαυροῦται en la masa de las cosas bellas lo dicho llega a difuminarse Luc.Dom.16.
3 quedar rebajado, venir a menos κατὰ τὴν τροφήν Arist.GA 772b28, ἠμαυρωμένους τὸ ἀξίωμα Plu.Per.11, ἠμαυρωμένος τῇ δόξῃ Plu.Cor.31.
4 v. act. c. gen. verse privado de ὁ νοῦς ταύτης τῆς Χάριτος Ephr.Syr.1.273B.

German (Pape)

[Seite 117] (vgl. μαυρόω), dunkel machen, blenden, τὰς ὄψεις ἀμαυρωθείς, geblendet, ἄστρα, verdunkeln, Leon. Tar. 49 (IX, 24); ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη, die Sonne wurde verfinstert, Her. 9. 10; σελάνα ἀμαυρωθεῖσα Antp. Sd. 99 (VII, 241); unscheinbar machen, ἴχνη Xen. Cyn. 5, 4. Allgemeiner: verderben, φορτία ἀμαυρωθείη Hes. O. 691; τίς σὴν ἀμαυροῖ ζωάν Eur. Hipp. 816; ἡ ἡδονὴ ἀμαυροῦται, das Vergnügen wird geschwächt, Arist. Eth. N. 10, 4, 9; ἀμαυροῦται τὸ λεχθέν Luc. Dom. 16; Polyb. 6, 15 verb. ἀμ. καὶ ταπεινοῦν, heruntersetzen: δόξαν 20, 4; ἀμαυρώσων τοὺς ἄλλους στρατηγούς, um zu verdunkeln, Plut. Alc. 6; pass. ἀμα υροῦμαι τῇ δόξῃ, τὸ αξίωμα, mein Ansehen wird geschwächt, Coriol. 31 Pericl. 11.

French (Bailly abrégé)

ἀμαυρῶ :
f. ἀμαυρώσω, ao. ἠμαύρωσα, pf. ἠμαύρωκα;
Pass. ao. ἠμαυρώθην, pf. ἠμαύρωμαι;
1 rendre obscur ; Pass. s'obscurcir;
2 effacer, faire disparaître, détruire, anéantir.
Étymologie: ἀμαυρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαυρόω:
1 затемнять, делать неясным (ἴχνη Xen.);
2 тж. перен. затмевать, помрачать (ἄστρα Anth.; τινα Plut.): ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη Her. произошло затмение солнца; ἠμαυρωμένος τῇ δόξῃ Plut. слава которого померкла; ἀμαυροῦσθαι ἐν τῷ μεγέθει τινός Luc. стушеваться перед величием чего-л.;
3 удалять, ослаблять (δόξαν τινός Polyb., Plut.): συναυξῆσαι καὶ πάλιν ἀμαυρῶσαί τι Polyb. то раздуть, то вновь умалить что-л.; ἀμαυροῦσθαι τὸ ἀξίωμα Plut. утрачивать свой авторитет;
4 уничтожать, губить (φορτία Hes.; ζωάν τινος Eur.): χρόνος ἀμαυροῖ πάντα Soph. время стирает все.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρόω: [ᾰμ], Σόλων, Ἀττ. (οὐδεὶς ἄλλος χρόνος ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ)· πρβλ. μαυρόω: μέλλ. -ώσω, Σιμων.: ἀόρ. ἠμαύρωσα, Ἀνθ. Π. 9. 24, Πολύβ., κτλ.: πρκμ. ἠμαύρωκα, Στράβ. 332: ― Μέσ., ἀόρ. εὐκτ. ἀμαυρώσαιτο, Ἀρισταίν. 1. 16: ― Παθ., πρκμ. ἠμαύρωμαι, Πλούτ.: ἀόρ. ἀμαυρώθην (ἄνευ αὐξ.) Ἡρόδ. Καθιστῶ ἀμαυρόν, (ὃ ἴδε) καθιστῶ σκοτεινόν, ἀμυδρόν, ἀσαφές, ἡ σελήνη ἀμαυροῖ (τὰ ἴχνη) Ξεν. Κυν. 5, 4: ― Παθ., καθίσταμαι σκοτεινὸς ἢ ἀμυδρός, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη, Ἡρόδ. 9. 10· φορτί’ ἀμαυρωθείη, ἐξαφανισθῶσι, καταστραφῶσι, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 691· τὸ θερμὸν μικρὸν ὂν μεγάλοις ἀμ., Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 3. 4, 28, πρβλ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9, κτλ.: ― πρβλ. ἀφανίζω. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας: εὐνομία... ὕβριν ἀμ., Σόλων 4. 35· ἐντάφιον... οὔτ’ εὐρὼς οὔθ’... ἀμαυρώσει χρόνος, Σιμωνίδ. 4. 5· χρόνος δ’ ἀμαυροῖ πάντα, Σοφ. Ἀποσπ. 685· τίς ἄρα σὰν... ἀμαυροῖ ζόαν; Εὐρ. Ἱππ. 816· πολλοί γε... τῷ θράσει τὰς συμφορὰς ζητοῦσ’ ἀμαυροῦν ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 420· ἀμ. δόξαν Πολύβ. 20. 4, 3· τὰς ἄλλας κακίας, Πλουτ. Κράσσ. 2: ― ἐξαδυνατίζω, ἀμβλύνω, ἐλαττῶ, μειῶ, ἐξαλείφω, πόνος πόνον ἀμ., Ἱππ. Ἀφ. 1246· πρβλ. περὶ Ἀέρ. 294· ἀμ. ἡδονὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9· ὀργήν, ἔρωτα, Πλούτ., κτλ.: ― Παθ., ἀμαυροῦσθαι τὸ ἀξίωμα, τῇ δόξῃ, Πλουτ. Περ. 11, Κορ. 31.

English (Slater)

ᾰμαυρόω (μαυρόω Boeckh.) weaken (v. Barrett on Eur., Hipp. 816; McKinlay, Ant. Cl., 1957, 12.) ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος i. e. kiled (P. 12.13) met., χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (ἄδοξον καταστῆσαι Σ.) (I. 4.48) med., μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1.

Greek Monotonic

ἀμαυρόω: [ᾰμ], μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἠμαύρωσα — Παθ. παρακ. ἠμαύρωμαι· Ιων. αόρ. αʹ ἀμαυρώθην· (ἀμαυρόςαμαυρώνω, καθιστώ κάτι αδύνατο, εξασθενώ, αποδυναμώνω, σε Ξεν.· μεταφ., θολώνω, ελαττώνω, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., αμβλύνω, εξαλείφω, υπόκειμαι σε έκλειψη, λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· εξαφανίζω, αφανίζω, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[from ἀμαυρός
to make dim, faint, or obscure, Xen.; metaph. to impair, Eur., etc.:—Pass. to become dim, suffer eclipse, of the sun, Hdt.; to disappear, Hes.

Léxico de magia

1 hacer invisible ref. al poder de un demon asesor πέδας λύει, ἀμαυροῖ rompe ataduras, hace invisible P V 488 de una práctica θύρας ἀνοίγει, ἀμαυροῖ, ἵνα μηδεὶς καθόλου σε θεωρήσῃ abre puertas, hace invisible para que nadie te vea de ningún modo P I 102 2 cegar los ojos de alguien ἀμαύρωσον αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς ciega sus ojos SM 53 28 ἀμαύρωσον πάντα ὀφθαλμὸν ἀνθρώπου ἢ γυναικός ciega todo ojo de hombre o mujer N 4 1.7