ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἐρείομεν: ἀντὶ ἐρέωμεν, Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτακτ. τοῦ ἐρέω (ἐρωτῶ), Ἰλ. Α. 62.
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de ἐρέω².