καταδαπανάω

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A squander, τὴν οὐσίαν Arist.Pol.1316b23; τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια X.Cyr.6.2.30:—Pass., [τὰ Χρήματα] κατεδεδαπάνητό σφι Hdt.5.34:—Med., to be prodigal, Pyrrho ap.Ath. 10.419e.    II consume, of an army, X.An.2.2.11; τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16:—Pass., καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ LXXWi.5.13; κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.Hist. p.269D.    2 absorb, do away with, Aët.7.91.

German (Pape)

[Seite 1345] verbrauchen, verzehren, verwenden; ταῦτα τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her. 5, 34; Xen. Cyr. 6, 2, 30 u. Sp.; λιμός τινα Sotad. bei Stob. fl. 98, 9. – Med. bei Ath. X, 419 e, großen Aufwand machen.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰδᾰπανάω: σπαταλῶ, ἀσωτεύω, τὴν οὐσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 18· καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾶτε, δηλ. ἀντὶ νὰ φέρητε μεθ’ ἑαυτῶν πολλὰ στρώματα, νὰ φέρητε πολλὰς τροφάς, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30·- Παθ., τὰ χρήματα κατεδαπάνητό σφι Ἡρόδ. 5. 34.·- Μέσ., εἶμαι ἄσωτος, Πύρρων παρ’ Ἀθην. 419Ε. ΙΙ. καταναλίσκω, ἔνθα δ’ εἴ τι ἦν διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν, ἐπὶ τροφῶν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· λιμὸς κ. τινα Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 21:- Παθ., καταδαπανᾶσθαι κακίᾳ, αἰκισμοῖς, κτλ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ε΄, 14), Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépenser largement, consumer, épuiser.
Étymologie: κατά, δαπανάω.