δαπανάω

English (LSJ)

—Pass., pres. part. δαπανούμενα (as if from δαπανέω) IG5(1).1390.55 (Andania, i B.C.): A fut. δαπανηθήσομαι Satyr.20, Plu.2.218d: aor. ἐδαπανήθην X.Cyr.2.4.11: pf. δεδαπάνημαι Hdt.2.125, Lys.21.5, etc.: plpf. δεδαπάνητο (κατα-) Hdt.5.34:—Pass., also Med. δαπανάομαι Id.2.37, Ar.Pl.588, Pl., etc.; impf., Ar.Fr. 569.10, Lys.25.13: aor., Isoc.15.225, Is.5.43 (but -ήσας ib.45) (aor. Med. ἐδαπανησάμην Eun.Hist.p.271 D.): pf., Isoc.18.63:—spend, Th.7.29, etc.; ὑπὲρ τὴν οὐσίαν δ. Diph.32.7; δ. τὰ προσταττόμενα And.4.42; δ. εἴς τι to spend upon a thing, Th.8.45, X.Mem. 1.3.11, prob. in Arist.Pol.1307b34; δ. ἐκ τῶν αὑτοῦ Is.7.38; τἀναλώματα πάντα ἐκ τῶν ἰδίων ἐδαπανῶμεν defrayed all expenses, interpol. in D.21.154:—Pass., Hdt.2.125; τὰ λαμβανόμενα καὶ δαπανώμενα Arist.Pol.1314b5: also Med. (v. supr.), spend, Hdt.2.37; δ. μεγάλα And.4.32, cf. Lys.33.5: c. acc. cogn., τοσαύτας δαπάνας δαπανώμενος Id.21.3; ὅσα δεδαπάνησθε εἰς τὸν πόλεμον D.1.27, cf. Isoc.18.63; δαπανηθεὶς οὐδέν dub. l. in Is.5.43.
2 consume, use up, ἡ φύσις δ. τὸν θορόν Arist.GA757a25; χρόνον εἴς τι Onos.1.5:—Pass., Arist.GA 745a13; of time, App.Pun.130; destroy, consume, φλὸξ δ. πάντα Ph. 2.208; ἄνεμος [πόλιν] ἐδαπάνησεν App.BC1.94; of persons, to be destroyed, ὑπὸ θηρίων Ph.2.43; καθάπερ ὑπὸ πυρός ib.433; πρὸς θηρίων App. BC5.79; ἐν ταρτάροις καὶ βαράθροις δαπανωμένους D.H.4.81; ὑπὸ νόσου or νόσῳ δαπανᾶσθαι Plu.Galb.17, Lib.Or.55.27:—Med., πυρὶ καὶ φόνῳ καὶ σιδήρῳ πάντα δαπανήσασθαι Eun.l. c.
II causal, τὴν πόλιν δαπανᾶν to put it to expense, exhaust it, Th.4.3, cf. Ph.2.642.

Spanish (DGE)

(δᾰπᾰνάω) 1 gastar dinero, bienes, c. ac. int. o adverb. μηδὲν δαπανῶν Thgn.913, cf. AP 11.397 (Lucill.), πολλά Gorg.B 11a.5, πολλὰ ... εἰς βλαβερὰς ἡδονάς X.Mem.1.3.11, δ. τὰ προσταττόμενα hacer los gastos reglamentarios And.4.42, πολὺ πλείω Theopomp.Hist.113, δ. αὐτὰ ἐν Ἱεροσολύμοις gastarlo (el diezmo) en Jerusalén LXX To.1.7, πάντα Eu.Luc.15.44, ὅλον τὸν χαλκὸν ... εἰς αὐτό BGU 814.7 (III d.C.), τἀναλώματα πάντα ἐκ τῶν ἰδίων D.21.154 (cód.), μεγάλην δαπάνη<ν> BGU 424.7 (II/III d.C.), en v. pas. κόσα οἰκὸς ἄλλα (τάλαντα) δεδαπανῆσθαί ἐστι; Hdt.2.125, τὰ λαμβανόμενα καὶ δαπανώμενα los ingresos y los gastos Arist.Pol.1314b5, τὸ δαπανηθὲν ἀνάλωμα el gasto realizado, PFlor.334.9 (II d.C.), τὰ δεδαπανημένα ὑπ' ἐμοῦ PLond.1173.14 (II d.C.)
en v. med.-pas. mismo sent. τοσαύτας δαπάνας δαπανώμενος Lys.21.3, cf. Hdt.2.37, ὅσ' εἰς ... τὸν πρὸ τοῦ πόλεμον δεδαπάνησθε D.1.27, cf. Isoc.18.63, δαπανηθεὶς οὐδέν sin gastar nada Is.5.43, οἱ ... μεγάλα δαπανώμενοι And.4.32, cf. Lys.33.5
abs. οὐ βουλόμενοι δαπανᾶν Th.7.29, c. giro prep. εἰς τοιαῦτα Th.8.45, cf. OGI 59.15 (III a.C.), Plu.Arat.19, Philostr.VS 605, δ. ἐκ τῶν αὑτοῦ gastar del propio peculio Is.7.38, ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν Ep.Iac.4.3, ἐπ' αὐτοῖς Act.Ap.21.24, περὶ τοὺς ... κληρικοὺς ἢ οἰκέτας Cod.Iust.1.3.42, cf. Iust.Nou.59.2, ὑπὲρ τὴν οὐσίαν por encima de las posibilidades Diph.31.7, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν 2Ep.Cor.12.15, πρὸς ἄλλα τούτων ἀναγκαιότερα δ. hacer frente a gastos más necesarios que éstos Luc.Merc.Cond.20.
2 de otras cosas gastar, consumir, agotar βούλεται ἡ φύσις δ. τὸν θορὸν πρὸς τὸ συναύξειν τὰ ᾠά Arist.GA 757a25, cf. Vett.Val.330.14, δ. χρόνον ... εἰς τὴν ... τρυφήν consumir tiempo para el lujo Onas.1.5, ἡμέρας PGen.76.19 (III/IV d.C.), de alimentos (πάντα) δ. LXX Iu.11.12, tb. en v. pas. Arist.GA 745a13, Plu.2.641a, App.Pun.130, Vett.Val.360.28, 29, δαπανωμένου τοῦ ἐπιπέδου ἐγγραφήσεσθαί τι πολύγωνον ... ἐν τῷ κύκλῳ Simp.in Ph.55.6
consumir, destruir φλὸξ ... δαπανῶσα πάντα Ph.2.208, ἄνεμος αὐτὴν (πόλιν) ἐδαπάνησεν App.BC 1.94
fig. ἡ ἐπιθυμία ἡ πονηρὰ ... δαπανᾷ τοὺς ἀνθρώπους Herm.Mand.12.1.2
en v. med. mismo sent. πυρὶ καὶ φόνῳ καὶ σιδήρῳ πάντα δ. destruir todo a fuego, sangre y hierro Eun.Hist.72.4
en v. pas., de pers. ser destruido, ser destrozado o aniquilado πρὸς θηρίων por las fieras App.BC 5.79, ἐν ταρτάροις καὶ βαράθροις D.H.4.81, ὑπὸ ... νόσου δαπανώμενον Plu.Galb.17, cf. Lib.Or.55.27, de cosas τῆς τροφῆς ... πάσης εἰς αὐτὰ δαπανωμένης Plu.2.641a, δαπανωμένης τῆς θυσίας mientras se consumía el sacrificio (por el fuego), LXX 2Ma.1.23, αἱ δεδαπανημέναι ἡμῶν καρδίαι τῷ θανάτῳ Ep.Barn.14.5b, ἡ σὰρξ δαπανᾶται Steph.in Hp.Progn.134.32
arruinar, dejar sin recursos τὴν πόλιν Th.4.3.

German (Pape)

[Seite 522] aufwenden; absolut, Aufwand machen, Thuc. 3, 46. 7, 29; c. acc., ausgeben, verwenden, χρήματα πολλά 7, 47; πολλὰ ἔς τι 8, 45; Xen. Cyr. 8, 3, 17 Mem. 1, 3. 11. – Med., von dem Seinigen verwenden, Her. 2, 37; Plat. Men. 94 c; Rep. VIII, 548 b; τοσαύτας δαπάνας δαπανώμενος Lys. 21. 3; δεδαπάνησθε ἐς τὸν πόλεμον Dem. 1, 27; im üblen Sinne, verschwenden, δαπανηθείς, der verschwendet hat, Is. 5, 43; τὴν πόλιν δαπανᾶν Thuc. 4. 4. erschöpfen. – Pass., verthan werden, draufgehen, Plat. Legg. v, 743 a; κεῖσθαι νοσοῦντα καὶ δαπανώμενον, erschöpft, Liban.; ὑπὸ νόσου Plut. Galb. 17.

French (Bailly abrégé)

δαπανῶ :
f. δαπανήσω;
1 dépenser;
2 acquitter, solder;
3 p. anal. consumer, user, épuiser : τὴν πόλιν δαπανᾶν THC ruiner ou épuiser l'État par des dépenses;
Moy. δαπανάομαι, δαπανῶμαι dépenser son bien;
NT: dilapider.
Étymologie: δαπάνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαπανάω [δαπάνη] uitgaven doen, besteden:; δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα (geld) bestedend aan dergelijke zaken Thuc. 8.45.2; ook med.:; ὅσ’ εἰς ἅπαντα τὸν... πόλεμον δεδαπάνησθε wat u voor de gehele oorlog hebt uitgegeven Dem. 1.27; overdr.: ὑπὸ φθινάδος νόσου δαπανώμενον door de tering uitgeput Plut. Galb. 17.5.

Russian (Dvoretsky)

δᾰπᾰνάω:
1 тж. med. расходовать, тратить(ся) (τι εἴς τι Thuc., Xen., Arst., Dem. и πρός τι Arst.): δ. τι Thuc. расходовать что-л., Arst. расходовать на что-л.; δ. ἐκ τῶν αὁτοῦ Isae. и ἐκ τῶν ἰδίων Dem. платить из своих средств; δ. ἀνάλωμα Arst., Dem. оплачивать расход; λαμβανόμενα καὶ δαπανώμενα Arst. поступления и издержки; τοσαύτας δαπάνας δαπανώμενος Lys. делая такие затраты;
2 разорять расточительностью (τὴν πόλιν Thuc.);
3 расточать (τὰς οὐσίας Arst.);
4 истощать, изнурять (δαπανᾶσθαι ὁπὸ φθινάδος νόσου Plut.): τῷ χρόνῳ δαπανηθείς Plut. износившийся от времени, ветхий.

English (Strong)

from δαπάνη; to expend, i.e. (in a good sense) to incur cost, or (in a bad one) to waste: be at charges, consume, spend.

English (Thayer)

δαπάνω: future δαπανήσω; 1st aorist ἐδαπάνησα; (δαπάνη); from (Herodotus and) Thucydides down; to incur expense, expend, spend: τί, ἐπί with the dative of person, for one, in his favor, ὑπέρ τίνος, to waste, squander, consume: πάντα, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε, that ye may consume, waste what ye receive, in luxurious indulgence — (ἐν marking the realm in rather than the object on): ἐκδαπανάω, προσδαπανάω.)

Greek Monotonic

δᾰπᾰνάω: μέλ. -ήσω κ.λπ. — Παθ., αόρ. αʹ ἐδαπανήθην, παρακ. δεδαπάνημαι· μερικοί Παθ. χρόνοι χρησιμ. επίσης με αποθ. σημασία, ενεστ., παρατ., αόρ. αʹ (δαπάνη
I. 1. ξοδεύω, σε Θουκ. κ.λπ.· δαπ.εἴς τι, ξοδεύω, δαπανώ σε ένα πράγμα, στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως ως αποθ., ξοδεύω, καταναλώνω, διασπαθίζω, σπαταλώ, σε Ηρόδ.· ὅσα δεδαπάνησθε εἰς τὸν πόλεμον, σε Δημ.
2. καταναλώνω, φθείρω, εξαφανίζω, εξαντλώ, σπαταλώ, ασωτεύω, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, ὑπὸ νόσου δαπανᾶσθαι, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., τὴν πόλιν δαπανᾶν, τη βάζω σε έξοδα, την εξαντλώ, τη φθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰπᾰνάω: μέλλ. –ήσω, κτλ. ― Παθ., μέλλ. δαπανηθήσομαι Πλούτ. 2. 218D, Ἀθήν.· ἀόρ. ἐδαπανήθην Ξεν. Κύρ. 2. 4, 11· πρκμ. δεδαπάνημαι Ἡρόδ. 2:125, Λυσ.,κτλ.· ὑπερς. δεδαπάνητο (κατα-) Ἡρόδ. 5. 34·― παθητικοί τινες χρόνοι ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἀποθετ. σημασ., δαπανάομαι ὁ αὐτ. 2. 37, Ἀριστοφ. Πλ. 588, Πλάτ., κτλ.· παρατ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, Λυσίας 172. 18· ἀόρ. α΄, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 225, Ἰσαῖ. 55. 22 (ἂν καὶ τὸ δαπανήσας ἀπαντᾷ ἀμέσως κατωτ.)· μέσ. ἀόρ. ἐδαπανησάμην μόνον παρ᾿ Εὐναπ.· πρκμ., Ἰσοκ. 383Α. Ἐξοδεύω, ἀναλίσκω χρήματα, κτλ., Θουκ., κτλ.· ὑπὲρ τὴν οὐσίαν δ. Δίφιλ. Ἐμπ. 1. 7· δ. τὰ προσταττόμενα Ἀνδοκ. 34. 30· δ. εἴς τι, ἐξοδεύω διά τι πρᾶγμα, Θουκ. 8. 45, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· δ. ἐκ τῶν αὐτοῦ Ἰσαῖ. 67. 18· τἀναλώματα πάντα ἐκ τῶν ἰδίων ἐδαπανῶμεν, ἡμεῖς ἐπληρώνομεν ὅλα τὰ ἔξοδα, Δημ. 564. 23· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., Ἡρόδ. 2. 125· τὰ λαμβανόμενα καὶ δαπανώμενα Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 19· ― οὕτω καὶ ὡς ἀποθ. (ἴδε ἀνωτ.) ἐξοδεύω, Ἡρόδ. 2. 37· δ. μεγάλα Ἀνδοκ. 33. 20, πρβλ. Λυσ. 914. 3· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., τοσαύτας δαπανᾶσθαι δαπάνας ὁ αὐτ. 161. 41· ὅσα δεδαπάνησθε εἰς τὸν πόλεμον Δημ. 17. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 383Α· δ. δωρεὰς Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 19· δαπανηθεὶς οὐδὲν Ἰσαῖ. 55. 22. 2) ἐξοδεύω, διὰ τέλους μεταχειρίζομαι, καταναλίσκω, φθείρω, ἐξαφανίζω, τὰς οὐσίας αἱ μικραὶ δαπάναι δαπανῶσι Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 2· ἡ φύσις δ. τὸν θορὸν ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 3. 7, 3· ― μεταφ. ἐπὶ προσώπων, πῦρ σε… δαπανήσει Χρησμ. Σιβ. 8. 39· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 48· ἐν … βαράθροις δαπανωμένους Διον. Ἁλ. 4. 81· ὑπὸ νόσου δαπανᾶσθαι Πλούτ. Γάλβ. 17. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, τὴν πόλιν δαπανᾶν, βάλλω αὐτὴν εἰς ἔξοδα, ἐξαντλῶ, Θουκ. 4. 3, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ.

Middle Liddell

δαπάνη some pass. tenses are also used in depon. sense, pres., imperf., aor1]
I. to spend, Thuc., etc.; δαπ. εἴς τι to spend upon a thing, Thuc., Xen.; so also as Dep. to spend, Hdt.; ὅσα δεδαπάνησθε εἰς τὸν πόλεμον Dem.
2. to expend, consume, use up, Arist.:—metaph. of persons, ὑπὸ νόσου δαπανᾶσθαι Plut.
II. Causal, τὴν πόλιν δαπανᾶν to put it to expense, Thuc.

Chinese

原文音譯:dapan£w 打爬那哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:耗費
字義溯源:消耗,花盡,消費,規費,花費,浪費,耗盡;源自(δαπάνη)=花費);而 (δαπάνη)出自(δαπάνη)X*=吞喫)。( 林後12:15直譯):至於我郤喜歡花費(δαπανάω)=花費),為你們的魂費財(ἐκδαπανάω)=費財)。保羅似在這節經文中用了字面與隱喻兩方面的意義,前句是字面直言,後句則為隱喻的說法
出現次數:總共(5);可(1);路(1);徒(1);林後(1);雅(1)
譯字彙編
1) 浪費(1) 雅4:3;
2) 花費(1) 林後12:15;
3) 出規費(1) 徒21:24;
4) 耗盡了(1) 路15:14;
5) 花費了(1) 可5:26

Lexicon Thucydideum

impendere, to expend, spend, 6.47.1, 7.47.4,
sumptus facere, to make expense, 1.121.5, 1.141.4, 3.46.3, 4.3.3, (nisi est transitive, unless it is transitive sumptibus conficere, to accomplish at one's own expense). 7.29.1. 8.45.2.