ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
[Seite 1481] οδος, s. κονιόπους.
ποδος (ὁ, ἡ)aux pieds poudreux ; paysan ou homme du peuple.Étymologie: κόνις, πούς.