κολακικός

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = κολακευτικός, Arist.EE1222b4: ἡ -κή (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg.502d, Sph.222e: Comp. -ώτερος Luc.Pr.Im.22: Sup. -ώτατος, πρὸς, τοὺς ὑπερέχοντας Plb.13.4.5. Adv. -κῶς Poll.4.51, Aristaenet.1.16, Chor.in Rh.Mus.49.521, v.l. in Str. 17.1.43.

German (Pape)

[Seite 1472] = κολακευτικός; Plat. Gorg. 522 d; θωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκικός: -ή, -όν, = κολακευτικός, Πλάτ. Γοργ. 502D, καὶ ἀλλ.· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), = κολακεία, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Ε· συγκρ. κολακικώτερος Λουκ. π. Εἰκ. 22· ὑπερθ. κολακικώτατος πρός τινα Πολύβ. 13. 4, 5. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de flatteur;
Cp. κολακικώτερος, Sp. κολακικώτατος.
Étymologie: κόλαξ.