καταματτεύομαι
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
Pass.,
A to be tickled, πτερῷ (as an emetic) Hp.Int. 6, 27 (v.l. κατ-ματευόμενος):—also κατ-ματέομαι Gal.19.109; κατ-μάττομαι Hp.Int.12 (v.l. κατ-ματτεόμενος).