οἰκοδόμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A act or manner of building, Th.3.2,21, Pl.Grg.455b, Arist.EN 1152b14, etc. : pl., ναῶν οἰ. Pl.R.394a. II = οἰκοδόμημα, Id.Criti. 117a, Lg.778e (both pl.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδόμησις: ἡ, ὁ τρόπος ἢ ἡ πρᾶξις τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de construire une maison.
Étymologie: οἰκοδομέω.