οἰνοβρεχής

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ές,

   A wine-soaked, drunken, AP7.428.18.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mouillé de vin, saoul.
Étymologie: οἶνος, βρέχω.