ές,
A wine-soaked, drunken, AP7.428.18.
οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.
ής, ές :mouillé de vin, saoul.Étymologie: οἶνος, βρέχω.