διάβροχος
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
διάβροχον, (διαβρέχω)
A very wet, moist, ὄμμα διάβροχον E.El.503; ἄγκος ὕδασι διάβροχον Id.Ba.1051, cf. Call.Del.48; γῆ διάβροχος Hp.Aër.10, Arist.SE167b7.
2 soaked, sodden, ναῦς διάβροχος = leaky, Th.7.12; σάρξ Arist.Pr.870a11: metaph., ἔρωτι διάβροχος, μέθῃ διάβροχος, Luc.Tox.15, Bis Acc.17.
3 tearful, διάβροχος δάκρυσι Hld.1.26.
Spanish (DGE)
-ον
1 mojado, húmedo, humedecido, empapado ἄγκος ... ὕδασι E.Ba.1051, cf. AP 7.388 (Bianor), 16.178 (Antip.Sid.), γῆ Hp.Aër.10, cf. Arist.SE 167b7, Plb.5.22.6, νῆες διάβροχοι barcos empapados, e.d. cuya madera está hinchada de agua Th.7.12, cf. Plu.2.641e, 698b, (ἡ ὑποχώρησις) Mnesith.Ath.51.41, μαστός Call.Del.48, διαβρόχους σίτου ῥίζας Babr.108.6, de un niño que cayó a un pozo GVI 1159.14 (Notion I d.C.)
•bañado en lágrimas ὄμμα E.El.503, διάβροχον ... ποιήσασα τοῖς δάκρυσιν Hld.1.26.2
•sudoroso σάρξ Arist.Pr.870a11
•teñido κρόκῳ παστός ... δ. δ. una cortina teñida de color azafrán, IMEG 67.1 (imper.).
2 fig. empapado, lleno de διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι Luc.Tox.15, οὐ γὰρ τέλεον ἦν δ. τῇ Μέθῃ Luc.Bis Acc.17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui laisse passer l'eau, qui fait eau (navire);
2 imprégné d'humidité, humide, mouillé ; διάβροχος μέθῃ LUC plongé dans l'ivresse.
Étymologie: διαβρέχω.
German (Pape)
durchnäßt, benetzt, ἄγκος ὕδασι Eur. Bacch. 1049; ὄμμα El. 503; τόπος Poll. 5.22.6; von Schiffen, leck, Thuc. 7.12; übertragen, ἔρωτι Luc. Tox. 15; τῇ μέθῃ, betrunken, Bis acc. 17; οἴνῳ Suid.
Russian (Dvoretsky)
διάβροχος:
1 орошаемый (ἄγκος ὕδασι διάβροχον Eur.);
2 влажный, полный слез (ὄμμα Eur.);
3 влажный, сырой (γῆ Arst.; τόπος Polyb., Plut.);
4 протекающий, давший течь или отсыревший (νῆες Thuc.);
5 смоченный, вымоченный (ὄξει Plut.);
6 пропитанный или покрытый (αἵματι Plut.): τῇ μέθῃ δ. Luc. совершенно пьяный;
7 размокший (μαλακὸν καὶ διάβροχον σιτίον Plut.): δ. τῷ ἔρωτι ирон. Luc. размякший от любви.
Greek (Liddell-Scott)
διάβροχος: -ον, (διαβρέχω) λίαν ὑγρός, κάθυγρος, ὄμμα Εὐρ. Ἠλ. 503· ἄγκος ὕδασι δ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 1051· γῆ Ἱππ. Ἀέρ. 286, κτλ. 2) ἐντελῶς ὑγρός, μουσκευμένος, “μούσκευμα”, ναῦς δ., πλοῖα ὧν τὰ ξύλα ἐσάπησαν καὶ ἅτινα εἶναι πλήρη ὕδατος, Θουκ. 7. 12· γῆ Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 5, 8· σὰρξ ὁ αὐτ. Πρβλ. 2. 34· μεταφ., ἔρωτι, μέθῃ δ. Λουκ. Τοξ. 15, Δὶς Κατηγ. 17.
Greek Monolingual
η, -ο (AM διάβροχος, -ον)
διαβρέχω
βρεγμένος, καταμουσκεμένος
αρχ.
1. δακρυσμένος
2. μεθυσμένος
3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος.
Greek Monotonic
διάβροχος: -ον, νοτισμένος, υγρός, βρεγμένος, σε Ευρ.· ναῦς δ., πλοία που κάνουν νερά γιατί έχουν ξύλα σαπισμένα, σε Θουκ.· μεταφ., ἔρωτι μέθῃ δ., σε Λουκ.
Middle Liddell
διάβροχος, ον [from διαβρέχω
very wet, moist, Eur.: ναῦς δ. ships with their timbers soaked and rotten, Thuc.:—metaph., ἔρωτι, μέθῃ δ. Luc.
English (Woodhouse)
bedewed with tears, suffused with tears, wet with tears
Lexicon Thucydideum
rimosus, aquam recipiens, leaky, admitting water (de navi concerning the ship), 7.12.3.
Translations
moist
Arabic: رَطِب, بَلّ; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm