οἴη
English (LSJ)
(A), ἡ,
A = κώμη, GDI5661.46(Chios, iv B. C.), A.R.2.139, Hsch., Theognost.Can.18 ; cf. οἰήτης.
οἴη (B), ἡ,
A v. ὄα (A).
Greek (Liddell-Scott)
οἴη: ἡ, = κώμη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 139, Ἡσύχ.˙ πρβλ. οἰήτης. ― (Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὸ Λακων. ὠβά, Müll. Dor. 3. 5. § 3).
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
village.
Étymologie: DELG étym. discutée.
2fém. ion. de οἶος.