οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
ὄεσσι: Ἐπικ. δοτ. πληθ. τοῦ ὄϊς, οἶς, Ὅμ.
dat. pl. poét. de ὄϊς ou οἶς.