μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ὀλβίως: Ἐπίρρ. τοῦ ὄλβιος, ὃ ἴδε.
adv.heureusement, dans le bonheur et la richesse.Étymologie: ὄλβιος.