παρακινδύνευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A desperate venture, τὴν π. ποιεῖσθαι Th.5.100.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, das Wagen, waghaftes Un ternehmen; παρακινδύνευσιν ποιῶ, c. inf., Thuc. 5, 100; Sp., wie D. Hal. 1, 57.
Greek (Liddell-Scott)
παρακινδύνευσις: ἡ, ἐπικίνδυνον τόλμημα, Θουκ. 5. 100.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
audace excessive, témérité.
Étymologie: παρακινδυνεύω.