τόλμημα
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
-ατος, τό, (τολμάω)
A adventure, enterprise, daring or shameless act, freq. in E. (not in A. or S.), mostly in plural, E. Or.1064, Ba.1222, al.: sg., Ph.1676; τ. τολμᾶτον οὐκ ἀνασχετόν Ar. Pl.419, cf. Th.6.54, 7.43, Pl.Lg.636c, etc.
2 in language, a bold expression, Hermog.Inv.4.12, Meth.6.
German (Pape)
[Seite 1126] τό, Wagniß, Wagstück, kühne Handlung; Eur. Suppl. 869; κατὰ θεῶν, Ion 253, u. öfter; τόλμημα τολμᾶν, Ar. Plut. 419; u. in Prosa, Thuc. 6, 54. 7, 43 Plat. Legg. I, 636 c u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action courageuse ou hardie, trait de courage ou d'audace.
Étymologie: τολμάω.
Russian (Dvoretsky)
τόλμημα: ατος τό отважное (смелое) действие, дерзновенный поступок Eur. etc.: τὸ Ἀριστογείτονος καὶ Ἁρμοδίου τ. Thuc. подвиг Аристогитона и Гармодия; τ. τολμᾶν Arph. предпринять дерзновенную попытку.
Greek (Liddell-Scott)
τόλμημα: τό, (τολμάω) ὡς καὶ νῦν, τολμηρὰ ἐπιχείρησις, πρᾶξις τολμηρά, συχν. παρ’ Εὐρ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ.· ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικῷ, Φοίν. 1076· τ. τολμᾶν τοιοῦτον Ἀριστοφ. Πλ. 419, πρβλ. Θουκ. 6. 54, Πλάτ. Νόμ. 636C, κλπ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τολμῶ
τολμηρή ενέργεια, θαρραλέα πράξη
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) θρασεία πράξη
αρχ.
(σχετικά με λόγο) τολμηρή έκφραση.
Greek Monotonic
τόλμημα: -ατος, τό (τολμάω), τολμηρό εγχείρημα, τολμηρή πράξη, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
τόλμημα, ατος, τό, τολμάω
an adventure, enterprise, deed of daring, Eur., etc.
English (Woodhouse)
act of heroism, bold enterprise, daring act, daring attempt, daring deed, dreadful act, piece of roguery, rash act
Lexicon Thucydideum
facinus, audacter factum, bold deed, 2.25.2, 6.54.1, 7.43.6.