παρακινδυνεύω
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
A make a venture, Hp.Aër.23, Ar.V.6, And.2.11, Th.4.26, etc.; ἐς Ἰωνίαν π. venture to Ionia, Id.3.36.
2 c. acc. rei, venture, risk a thing, Ar.Eq.1054, Pl.Lg.967b; παρακινδυνεύων λέγω I venture to say, Id.Tht.204b; τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον a bold, venturous phrase, Ar.Ra.99; τὸ θρασὺ καὶ -ευμένον D.H.Comp.23, cf. Is.13; π. μάχαι desperate battles, Id.9.30; π. ἔντευξις Plu. Caes.9, etc.
3 c. inf., to have the hardihood to... εἰπεῖν τὰ δίκαια Ar.Ach. 645, cf. X.HG3.5.16; also παρεκινδύνευε… παραλαμβάνεσθαι might almost be used, A.D.Synt.16.23:—so in Pass., τὸ παρακινδυνευόμενον εἶναι ἐπίρρημα ib.237.18, cf. 215.11.
4 in a double construction, τοὺς θεοὺς ἂν ἔδεισας -εύειν μὴ οὐκ ὀρθῶς ποιήσοις Pl.Euthphr. 15d.
German (Pape)
[Seite 483] Etwas wagen, es mit Gefahr unternehmen; absolut, Andoc. 2, 11 u. A.; c. inf., ὅστις παρεκινδύνευσεν Ἀθηναίοις εἰπεῖν τὰ δίκαια, Ar. Ach. 620; Vesp. 6 u. öfter; auch pass., παρακεκινδυνευμένον ἔπος, Ran. 99; Thuc. 4, 26; Plat. Euthyphr. 15 d u. öfter; τοσοῦτον κίνδυνον, Alc. II, 151 a; ὅτι παρακινδυνεύσοιεν χάριτα αὐτοῖς ἀποδοῦναι, Xen. Hell. 3, 5, 16; Sp. oft; ἐπισφαλὲς καὶ παρακεκινδυνευμένον, Luc. Alex. 32; χαλεπὴν καὶ παρακεκινδυνευμένην αὐτοῖς ἐποίει τὴν ἔντευξιν, Plut. Caes. 9; παρακεκινδυνευμένας μάχας ποιεῖσθαι, D. Hal. 9, 30; – Thuc. 3, 36 vrbdt auch παρακινδυεῦσαι εἰς Ἰωνίαν, was der Schol. erkl. μετὰ κινδύνου ἐλθεῖν εἰς Ἰωνίαν.
French (Bailly abrégé)
s'exposer témérairement à un danger : εἰς Ἰωνίαν THC en se portant en Ionie ; avec un inf. : s'exposer au danger de …;
Pass.-Moy. part. pf. παρακεκινδυνευμένος risqué, hardi, audacieux, téméraire.
Étymologie: παρά, κινδυνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κινδυνεύω risico nemen, wagen:; παρακινδυνεύων λέγω ik neem het risico en zeg Plat. Tht. 204b; met inf.:; παρεκινδύνευσ’ εἰπεῖν … τὰ δίκαια hij heeft gewaagd te vertellen wat rechtvaardig is Aristoph. Ach. 645; ptc. perf. gewaagd, gevaarlijk:. τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον een gewaagde uitspraak als (het volgende): Aristoph. Ran. 99; παρακεκινδυνευμένην αὐτοῖς ἐποιεῖ τὴν ἔντευξιν (Aurelia) maakte voor hen de ontmoeting riskant Plut. Caes. 9.3.
Russian (Dvoretsky)
παρακινδῡνεύω: отваживаться, осмеливаться (τινὶ εἰπεῖν τὰ δίκαια Arph.): π. εἰς Ἰωνίαν Thuc. рискнуть отправиться в Ионию; παρακινδυνεύων λέγω Plat. я решаюсь утверждать; τοσοῦτον κίνδυνον π. Plat. подвергать себя такой опасности; παρακεκινδυνευμένος Arph., Plut., Luc. сопряженный с опасностью, рискованный, отважный.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. επιχειρώ, αποτολμώ κάτι το επικίνδυνο, κάνω ενέργειες που μπορεί να αποβούν εις βάρος μου, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, εκτίθεμαι σε κίνδυνο
2. (η μτχ. παρακμ.) παρακινδυνευμένος, -η, -ο
αυτός που εγκυμονεί κινδύνους, παράτολμος, επικίνδυνος
αρχ.
(με απρμφ.) έχω το θράσος, την αναίδεια να κάνω κάτι («ὅστις παρεκινδύνευσ' εἰπείν ἐν Ἀθηναίοις τὰ δίκαια», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
παρακινδῡνεύω: μέλ. -σω·
1. τολμώ επικίνδυνο έργο, ριψοκινδυνεύω, αναλαμβάνω ριψοκίνδυνο εγχείρημα, ρισκάρω, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· παρακινδυνεύω εἰς Ἰωνίαν, τολμώ να πάω στην Ιωνία, σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., τολμώ, ρισκάρω κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον, τολμηρή, παράτολμη φράση, σε Αριστοφ.
3. με απαρ., έχω την αναίδεια να κάνω κάτι, στον ίδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
παρακινδῡνεύω: ἀποτολμῶ κινδυνῶδες ἔργον, διακινδυνεύω, ῥιψοκινδυνῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 6, Ἀνδοκ. 21. 11, Θουκ. 4. 26, κτλ.· π. εἰς Ἰωνίαν, ἀτολμῶ νὰ ὑπάγω εἰς Ἰωνίαν, Θουκ. 3. 56. 2) μετ’ αἰτ.. πράγμ., τολμῶ τι, ἀποτολμῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1054, Πλάτ. Νόμ. 967· παρακινδυνεύων λέγω, τολμῶ νὰ εἴπω, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 204Β. τοιουτονὶ παρακεκινδυνευμένον, τολμηρά, παράτολμος φράσις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 99, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23, περὶ Ἰσαίου 13· οὕτω, π. μάχαι, ἀπεγνωσμέναι μάχαι, παράτολμοι, Διον. Ἁλ. 9. 30, πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 9, κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἔχω τὴν τόλμην, τὴν ἀναίδειαν νά …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 645, Ξεν. 3. 5, 16 ὡσαύτως, ἀλλὰ καὶ τοὺς θεοὺς ἂν ἔδεισας παρακινδυνεύειν, νὰ διατρέχῃς τὸν κίνδυνον, Πλάτ. Εὐθύφρων 15D.
Middle Liddell
fut. σω
1. to make a rash venture, to venture, run the risk, Ar., Thuc., etc.; π. εἰς Ἰωνίαν to venture to Ionia, Thuc.
2. c. acc. rei, to venture, risk a thing, Ar., Plat.; τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον a bold, venturous phrase, Ar.
3. c. inf. to have the hardihood to do a thing, Ar., Xen.
Lexicon Thucydideum
periclitari, to be in danger, 3.36.2, 4.26.6.