κατασκευάζω
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
fut. -σκευάσω, Att.
A -σκευῶ SIG1097.9 (Athens, iv B.C.), IPE12.32B53 (Olbia, iii B.C.): Dor. aor. -εσκεύαξα Ti. Locr.94d, Test.Epict.1.14, also κατεσκέαξα Africa Italiana 1.330 (Cyrene): Boeot. aor. inf. -σκευάττη SIG1185.13 (Tanagra, iii B.C.): pf. -εσκεύᾰκα D.42.30: fut. Med. 3sg. -ᾶται SIG1015.28 (Halic.): Dor. aor. Med. -εσκευαξάμην Test.Epict.1.9:—equip, furnish fully with . ., [πᾶσι] κ. τὸ πλοῖον with all appliances, D.18.194:—Med., τοὺς ἵππους Χαλκοῖς . . προβλήμασι κ. X.Cyr.6.1.51:—freq. in Pass., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Hdt.8.33, cf. 2.44; κατασκευὴ Χρυσῶ τε καὶ ἀργύρω κατεσκ. Id.9.82; οἷς ἡ Χώρα κατεσκεύασται Th.6.91. 2 without dat., furnish, equip fully, τὴν Χώραν X.An.1.9.19; κ. τινὰ ἐπὶ στρατιάν Id.Cyr.3.3.3; [ἐλέφαντας] κ. πρὸς τὴν πολεμικὴν Χρείαν OGI54.12 (Adule, iii B.C.):—Med., κ. τοὺς ὄνους having got his asses ready, Hdt.2.121.δ, etc.:—Pass., τῆς Ἀντάνδρου μελλούσης -σκευάζεσθαι Th.4.75, cf. 8.24; ἔργα -ασμένα cultivated farms, Anaxag.4; of persons, to be under treatment, Phld. Lib.p.3 O., al. 3 construct, build, γέφυραν Hdt.1.186 (Pass.); διδασκαλεῖον Antipho 6.11; πόλιν Pl.R.557d; γυμνάσια Id.Lg.761c; ἱερὰ θυσίας τε αὑτοῖς κ. Id.Criti.113c; ἐπιτείχισμ' ἐπὶ τὴν Ἀττικήν D. 18.71: generally, prepare, arrange, establish, κ. δημοκρατίαν X.HG 2.3.36; δύναμιν τῇ πόλει And.3.39; συμπόσιον Pl.R.363c; ἰσότητα τῆς οὐσίας Id.Lg.684d, cf. Arist.Pol.1265a39; ὀλιγαρχίαν Id.Ath. 37.1; ναύτας D.50.36; κ. τινὰς μελέτῃ train them, X.Cyr.8.1.43, etc.; turn out, πολιτικούς Phld.Rh.2.264 S., al.:—Med., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν prepare it, make ready for it, v.l. for παρασκ- in Th.2.85; make for oneself, esp. build a house and furnish it, opp. ἀνασκευάζομαι Id.1.93, 2.17; unpack, opp. ἀνασκ., X.Cyr.8.5.2; κ. ἐρημίαν αὑτῶ Pl.Lg.730c, etc.; κ. τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; κατασκευάζομαι τέχνην μυρεψικήν I am setting up as a perfumer, Lys.Fr. 1.2; τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους Id.24.20; [πρόσοδον] οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο made themselves a good [income], D.27.61, cf. And.4.11. 4 of fraudulent transactions, fabricate, trump up, πρόφασιν X.Cyr.2.4.17; τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι D.2.6; λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν Id.21.103, cf.92; Χρέα ψευδῆ Id.42.30, cf.45.22 (Pass.); of persons, suborn, λογοποιούς Din.1.35; set up, ἢ . . ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Arist.Pol.1306a1; οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν men prepared for the purpose, D.18.151; κατεσκ. δανεισταί Id.42.28: c. inf., τὸν ἀνεψιὸν . . κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν Id.55.1. 5 c. dupl. acc., make, render, [φρούρια] κ. ὡς ἐχυρώτατα X.Cyr.2.4.17; ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ, Pl.Lg.795a; φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι D.20.158; ἀνομοθέτητον ἑαυτῶ τὸν βίον Duris 10 J.; κ. τινὰ τοιοῦτον . . Arist.Rh.1380a2 (also with Adv., πρὸς ἑαυτὸν κ. εὖ τὸν ἀκροατήν render the audience favourably disposed towards oneself, 1419b11). 6 represent as so and so, κ. τινὰς παροίνους, ὑβριστάς, ἀγνώμονας, D.54.14, cf. 45.82; εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις unless you make out a Gorgias to be Nestor, Pl.Phdr. 261c. 7 in argument, maintain, prove, τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων . . ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε tried to make out that... D.21.110; κ. ὅτι . . Arr.Epict.3.15.14, S.E.P.1.32; κ. τῶ λόγῳ establish a proposition by reasoning, Damian.Opt.5; διὰ λόγου -σκευασθήσεται Phld. Sign.6. 8 in Logic, construct a positive argument, opp. ἀναιρέω, ἀνασκευάζω (of negative arguments), Arist.Rh.1401b3, cf. Plu.2.1036b, etc.: Philos., κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν construct, postulate, Arist.EN1096a19, cf. Metaph.984b25, al. 9 Geom., construct, Euc.5.7 (Pass.), Archim.Sph.Cyl.2.6 (Pass.); solve by a construction, πρόβλημα Papp. 54.25. 10 Rhet., frame, ὀνόματα D.H.Comp.16; elaborate, κατεσκεύασται τὸ δοκοῦν εἶναι ἀφελές Id.Is.7; λόγος κατεσκευασμένος Str. 1.2.6. 11 abs. in Med., prepare oneself or make ready for doing, ὡς πολεμήσοντες Th.2.7; ὡς οἰκήσων X.An.3.2.24; ὡς εἰς μάχην Paus. 5.21.14. 12 Pass., of disease, to become established, -σκευαζομένου τοῦ πάθους Gal.8.332.