πνευματικός

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of wind or air, κινήσεις Arist.Pr.916b4; βία π. Id.HA586a17; φύσεις Epicur. Ep.2p.39U.; ἀέρος ψυχρότης Thphr.CP4.12.5; π. [ὄργανον] a machine moved by wind, Vitr.10.1.1; μηχάνημα Gal.Anim.Pass.2.3.    2 of the nature of wind or air, τὰ π. Arist.Mete.380a23; π. ξηρότης, i. e. a dry vapour, Plu.Alex.35.    b of subtle substance, τὸ π. Str.1.3.5; οὐσία, opp. ὑγρά, Ph.1.15, cf. Cleom.1.8, Gal.7.596.    3 inflated, distended with air, ὑστέραι Arist.HA584b22.    4 Act. (= πνευματώδης 1.3), causing flatulence, οἶνος Id.Pr.955a35; βρώματα Nicom.Com.1.31, cf. Diph.Siph. ap. Ath.3.73a (Sup.), Plu.2.286e, Sor.1.52. Adv. -κῶς by flatulence, Archig. ap. Gal.12.537.    5 breathing, exhaling, εὐοσμία Thphr.CP6.16.3.    II of the breath or breathing, τὸ π. μόριον, ὁ π. τόπος, Arist.GA781a31, Pr.962a11.    III of spirit, spiritual, interpol. in Plu.2.129c; opp. σαρκικός, ψυχικός, Ep.Rom.15.27, 1 Ep.Cor.2.13, etc. Adv. -κῶς ib.14.    IV οἱ Π. a school of physicians who referred all questions of health to pneumatic agencies, Gal.8.749, 15.111.    V conveying πνεῦμα, κοιλία, of the left ventricle of the heart (opp. αἱματική), Erasistr. ap. eund.UP6.12, cf. Placit.4.5.7.    VI Rhet., Adv. -κῶς in one breath (cf. πνεῦμα VI), ἀποτείνεσθαι Hermog. Inv.4.1.

German (Pape)

[Seite 640] zum Winde, Hauche, Athem gehörig, μόριον, Organ zum Athemholen, Medic.; – windig, dem Winde od. Blähungen ausgesetzt, voll von Winden od. Blähungen, Arist. u. sp. Medic.; auch trans., blähend u. aufblasend, Ath. VII, 291 c, βρωμάτων πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα; Sp. auch = beseelt, geistig, N. T.; Ggstz σωματικός, Plut. de san. tu. p. 389; – πνευματικοί hieß auch eine Sekte von Aerzten, welche Alles aus dem πνεῦμα in Physiologie u. Pathologie erklären wollten. – Sp., wie N. T., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἄνεμον ἢ ἀέρα ἢ παραγόμενος ἐξ αὐτοῦ, κινήσεις πν. Ἀριστ. Προβλ. 18. 1· βία πν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 1· πν. ὄργανον, μηχανὴ κινουμένη διὰ τοῦ ἀνέμου, Βιτρούβ. 10. 1. 2) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τοῦ ἀνέμου ἢ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 4. 3) ἐμπεφυσημένος, ἐξωγκωμένος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 13. 4) ἐνεργ., ὡς τὸ πνευματώδης Ι. 3, ὁ ἐπιφέρων φούσκωμα, παράγων ἀέρια, οἶνος Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 10 βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 31, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Ε. 5) ἐπὶ τῆς εὐοσμίας τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ καρπῶν τινων, π. χ. ἀπίων, μήλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πνοὴν ἢ τὸ πνεῦμα, τὸ πν. μόριον, ὁ πν. τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 2, 4 κἑξ. ΙΙΙ. ὁ ἐκ πνεύματος ἀποτελούμενος, ἄϋλος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σωματικός, Πλούτ. 2. 129C, Ἀνθ. Π. 8. 76, 175· πρὸς τὸ σαρκικὸς καὶ ψυχικός, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιε΄, 27, Α΄ πρὸς Κορινθ. β΄, 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ. IV. οἱ Πνευματικοί, σχολή τις ἰατρικὴ ἀναφέρουσα πάντα τὰ ζητήματα ὑγείας εἰς ἐνεργείας πνευματικάς, Γαλην. 2. 368., 8. 97, ἔκδ. Chartier.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le souffle;
2 spirituel, incorporel.
Étymologie: πνεῦμα.