συντόμως
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en peu de mots;
2 en peu de temps;
Cp. συντομώτερον ou συντομωτέρως, Sp. συντομώτατα, συντομωτάτως.
Étymologie: σύντομος.