σφαραγέομαι

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A burst with a noise, crackle, sputter, as liquids when thrown upon the fire, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι the roots of his eye crackled or hissed (when Odysseus burnt them with the hot stake), Od.9.390.    II groan with fulness, to be full to bursting, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο ib.440.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγέομαι: ἀποθ., σίζω μετὰ βρασμοῦ τινος, ὡς ὅταν ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ πυρός, ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον μετὰ βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, διότι οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. σφάραγος.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ pl. impf. épq. ion. σφαραγεῦντο;
bruire ; particul. :
1 pétiller, grésiller;
2 bouillonner ; être débordant, être plein.
Étymologie: σφάραγος.