γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
τετραγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.
ινος (ὁ, ἡ)à quatre pointes ; quadrangulaire.Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.