[ῑ], ον,
A twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).
σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.
ος, ον :tourné en fuseau.Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.