σφονδυλοδίνητος
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ον, twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.
German (Pape)
[ῑ], mit dem Wirbel auf der Spindel gedreht, νῆμα Philp. 18 (VI.247).
Russian (Dvoretsky)
σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστροδίνητος].
Greek Monotonic
σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.
Middle Liddell
σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.