σφονδυλοδίνητος

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδῠλοδῑ́νητος Medium diacritics: σφονδυλοδίνητος Low diacritics: σφονδυλοδίνητος Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: sphondylodínētos Transliteration B: sphondylodinētos Transliteration C: sfondylodinitos Beta Code: sfondulodi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.

German (Pape)

[ῑ], mit dem Wirbel auf der Spindel gedreht, νῆμα Philp. 18 (VI.247).

Russian (Dvoretsky)

σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστροδίνητος].

Greek Monotonic

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.