κέλευθος
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ἡ, with poet.heterocl.pl. κέλευθα; poet. Noun (also Arc., IG5(2).3.23 (Tegea, iv B.C.)),
A road, path, not common in lit. sense, πολλαὶ γὰρ ἀνὰ στρατόν εἰσι κέλευθοι Il.10.66; Ἰσθμία κ. B.17.17; ἐν κελεύθοις in the streets, A.Ch.349 (lyr.); ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι Od.10.86, cf. Parm.1.11; ἀνέμων κέλευθα or κέλευθοι, Il. 14.17, Od.5.383, etc.; ὑγρὰ, ἰχθυόεντα κ., of the sea, 3.71, 177; ἁλὸς βαθεῖαν (vel -είας) κ. Pi.P.5.88; ἄρκτου στροφάδες κ. paths, orbits, S. Tr.131 (lyr.), cf. E.Hel.343 (lyr.); θεῶν δ' ἀπόεικε κελεύθου withdraw from the path of the gods, Il.3.406 (v.l. ἀπόειπε κελεύθους): metaph., ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν on the open road of action, Pi.I.5(4).23, cf. O.6.23; στείχει δι' εὐρείας κ. μυρία παντᾷ φάτις B.8.47; ἔστι μοι μυρία παντᾷ κ. Pi.I.4(3).1, cf. B.5.31: Πειθοῦς, Δίκας κ., Parm.4.4, B.10.26. II journey, voyage, by land or water, ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Od.4.389; οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου would not have halted from their onward way, Il.11.504, cf. 12.262; πολλὰ κ. a far journey, i.e. a great distance, S.OC164 (lyr.). 2 expedition, A.Ag.127 (lyr.), Pers.758 (troch.). III way of going, walk, gait, μιμήσομαι λύκου κ. E.Rh.212; δι' ἀψόφου βαίνων κ. Id.Tr.888. IV metaph., way of life, ἀργαλέας βιότοιο κ. Emp.115.8; κ. ἁπλόαι ζωᾶς Pi.N.8.35; τὰν ἀνόστιμον βίου κ. E.HF433 (lyr.).