ἀκιδωτός
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Paul.Aeg.6.88, Poll.1.97, 10.133, Hsch. ἀκῐδ-ωτός, ὁ, = παρωνυχία, Ps.-Dsc.4.54: ἀκιδωτόν, τό,
A = σέλινον ἄγριον, Id.2.175; = ποτίρριον, Dsc.3.15.