κλέπτω
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Ion. impf.
A κλέπτεσκον Hdt.2.174: fut. κλέψω Ar.Ec.667, etc., κλέψομαι X.Cyr.7.4.13: aor. ἔκλεψα Il.5.268, etc.: pf. κέκλοφα Ar.Pl.369, 372, Pl.Lg.941d; later part. κεκλεβώς IG5(1).1390.75 (Andania, i B.C.):—Pass., aor. 1 ἐκλέφθην Hdt.5.84, E.Or.1580: aor. 2 ἐκλάπην [ᾰ] Pl.R.413b, X.Eq.Mag.4.17; later part. κλεπείς BGU454.19 (ii A.D.): pf. κέκλεμμαι S.Ant.681, Ar.V.57. (Cf. Lat. clèpere, Goth. hlifan (κλέπτειν), hliftus (κλέπτης)):—steal, c. acc. or abs., Il.24.24, 71, 109; τῆς γενεῆς ἔκλεψε from that breed Anchises stole, i.e. foals of that breed, 5.268; κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλος Sol.4.13; κ. μοιχεύειν τε Xenoph.11.3; ἢν μηδὲν μήτε κλέπτῃ μήτε ἀδικῇ Democr.253; κ. τι παρ' ἀλλήλων Hdt.1.186; κ. ἐξ ἱερῶν Pl.Lg.857b; carry off, κλέψεν Μήδειαν Pi.P.4.250; πυρὸς σέλας κ., of Prometheus, A.Pr.8; κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644; κ. τοὺς μηνύοντας spirit away the deponents, Antipho 5.38; ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κ. let it down secretly, E.Tr.958, cf. 1010; κ. μορφάς, of painters, steal forms (by transferring them to canvas), Luc.Epigr.41. 2 in part. Act., thievish, κλέπτον βλέπει he has a thief s look, Ar.V.900; κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός he's an arrant thief, ib.933. II c.acc. pers., cozen, cheat, πάρφασις, ἥ τ' ἔκλεψε νόον Il.14.217; οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Hes: Th.613; μὴ κλέπτε νόῳ Il.1.132; κλέπτει νιν οὐ θεός, οὐ βροτός, ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pi.P.3.29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις Id.N.7.23; οὔτοι φρέν' ἂν κλέψειεν A.Ch.854, cf. S.Tr.243, etc.; τὴν γνώμην Hp.Epid. 5.27; κ. τὴν ἀκρόασιν Aeschin.3.99:—Pass., κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist.Rh.1408b5; προβαίνειν κλεπτόμενος to go on blindfold, Hdt.7.49; κλέπτεταί οἱ ἡ αὐγή his vision becomes deceptive, Hp.Morb.2.12; κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν Pl.R.l.c.: impers., κλέπτεται the deception is passed off, Arist.Rh.1404b24. III conceal, keep secret, θεοῖο γόνον Pi.O.6.36; θυμῷ δεῖμα Id.P.4.96; disguise, διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ' E.Supp.416; τοῖς ὀνόμασι κ. τὰ πράγματα Aeschin.3.142; τοὺς ἑαυτῶν κ. X.Eq.Mag.5.2; κ. ἑαυτὸν ὀφθαλμῶν τε καὶ ὤτων Philostr.VS1.7.2; κ. τοῦ διανοήματος τὴν ἄδειαν Demetr.Eloc.239:—Pass., κλέπτεται τὸ μετρικόν ib.182, cf. Them.in Ph.276.26, Paul.Aeg.6.103. IV do secretly or treacherously. δόλοισι κ. σφαγάς execute slaughter by secret frauds, S.El.37; πόλλ' ἂν . . λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Id.Aj.1137; κ. μύθους whisper malicious rumours, ib.188(lyr.); κλέπτων ἢ βιαζόμενος by fraud or open force, Pl.Lg.933e; ταῦτα κλέπτοντες ταῖς πράξεσιν, i.e. λάθρᾳ πράττοντες, ib.910b; κλεπτομένη λαλιά secret, clandestine, Luc.Am.15, etc. 2 seize or occupy secretly, τὰ ὄρη X.An.5.6.9, cf. 4.6.11, 15; τὴν ἀρχήν D.H.4.10. 3 effect or bring about clandestinely, γάμον κ. δώροις Theoc.22.151:—Pass., to be 'smuggled in', Arist.Rh.Al.1440b21. 4 get rid of imperceptibly, τὸ δοκεῖν . . D.H.Rh.8.7; τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον Id.Comp.19:—Pass., τοῦ πόσου κλεπτομένου Plot.4.7.5.