κληδών
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
όνος, ἡ, Ep. κλεηδών and κληηδών, (κλέω A)
A omen, presage contained in a chance utterance, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς Od. 18.117, 20.120; ὁ μὲν τῇ κ. οὐδὲν χρεώμενος (supr. φήμη) Hdt.5.72; κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ' αὐτοῖς A.Pr.486, cf. S.El.1110, Call.Epigr.1.14: in later Prose, κληδόνων ἀκούσονται LXX De.18.14 (v.l. -ονισμῶν), cf. Polystr.p.5 W.; μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Paus.9.11.7, cf. PMag.Oxy.886.22 (iii A.D.); δέχομαι τὴν κ. Luc.Laps.8: personified, in pl., Paus. l.c.; Φήμη καὶ Κ., = Lat. Aius Locutius, Plu.Cam. 30. II tidings, κληηδὼν πατρός news of my father, Od.4.317: abs., report, rumour, ἐξ ἀμαυρᾶς κ. A.Ch.853, cf. Hdt.9.101; κληδόνες παλίγκοτοι A.Ag.863; κ. ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν, ὅτι . . And.1.130. 2 fame, repute, κ. ἀϋτεῖ A.Ag.927; glory, παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κ. σωτήριοι Id.Ch.505; κληδὼν καλή good report, S.OC258; κ. αἰσχρά E.Alc.315. III invocation, λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους A. Ag.228 (lyr.); κληδόνος βοή Id.Eu.397. b shouting, S.Ichn. 232. 2 name, appellation, κ. ἐπωνύμους A.Eu.418.