κλοπή
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἡ, (κλέπτω)
A theft, ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκη A.Ag.534: pl., ib.402 (lyr.), E.Hel.1175; κλοπῆς δίκη Pl.Prt.322a; ἱερῶν κλοπῆς δυοῖν ταλάντοιν γεγραμμένος Antipho 2.1.6, cf. Ar.Eq.444, Pl.Euthphr.5d (pl.); κλοπῆς ὀφλεῖν And.1.74; ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys.30.25; κ. τῶν θησαυρῶν PAmh.2.79.63 (ii A.D.) ; σκεῦος . . ἐκφέρειν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐπὶ κλοπήν SIG997.5 (Smyrna); κλοπῆς ἐν ταῖς εὐθύναις ἑάλωκεν D.24.112, cf. Arist.Ath.54.2, Plu.Per.32; opp. ἁρπαγή, Pl.Lg. 941b. 2 of authors, plagiarism, Porph. ap. Eus.PE10.3. II secret act or transaction, fraud, κλέπτουσα μύθοις κλοπάς E.HF100; πράγματος μεγάλου κ. Aeschin.2.57; κλοπῇ by stealth or fraud, S.Ph. 1025, E.Ion1254; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, i.e. to steal away, S.Aj. 246 (lyr.). III in warfare, surprise, X.An.4.6.14.