κυκλόω
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
fut. -ώσω E.Cyc.462: pf.
A κεκύκλωκα Plb.3.116.10:— Med., fut. -ώσομαι X.Cyr.6.3.20: aor. ἐκυκλωσάμην Hdt.9.18, Th.5.72:—Pass., fut. κυκλωθήσομαι (v.l. -ώσομαι) D.H.3.24: pf. κεκύκλωμαι Th.4.32 (in med. sense (ἐγ-) Ar.V.395): aor. ἐκυκλώθην X. Cyr.6.3.20: (κύκλος):—encircle, surround, Ὠκεανὸς . . κυκλοῖ χθόνα E. Or.1379 (lyr.); πόλιν . . κυκλώσας Ἄρει φονίῳ Id.IA775 (lyr.); ὅταν κυκλώσωσι [τοὺς ἰχθῦς] Arist.HA533b27:—more freq. in Med., κυκλώσασθαί τινας Hdt.3.157, 9.18, Plb.1.17.13; κ. αὐτοὺς ἐς μέσον Hdt.8.10, cf. A.Th.121 (lyr.), Call.Hec.1.1.14, etc.: such forms as κυκλοῦνται, ἐκυκλοῦντο, etc., may belong to κυκλόω or to κυκλέω, Th.4.127, 7.81, etc.: abs., κυκλούμενοι by an enveloping movement, Hdt.8.76:—Pass., to be surrounded, A.Th.247, Th.7.81:—joined with Med., εἰ οἱ κυκλούμενοι κυκλωθεῖεν X.l.c. 2 go round, τὸ θυσιαστήριον LXX Ps.25 (26).6:—Pass., κυκλωθεὶς τὸν Ἀδρίαν D.S.4.25. II move in a circle, whirl round, Pi.O.10(11).72; οὕτω κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεσφόρῳ Κύκλωπος ὄψει E.Cyc.462; κ. ἀεὶ τὸ σῶμα Hermipp.4; οἱ κυκλοῦντες [τὴν θάλασσαν] ἄνεμοι Plb.11.29.10; ἵετο κυκλώσας βαλιὰ πτερὰ θῆλυς ἀήτης Call. in PSI9.1092.53, cf. Archil.92b Diehl: metaph., πολλοὺς λογισμοὺς ἡ πονηρία κυκλοῖ revolves, agitates, Men.378:—Med., hurl, βέλη Him.Or.7.17:—Pass. (or Med.), go in a circle, X.An.6.4.20; dance or whirl round, Call.Dian.267, Arat.811: metaph., δίναις κυκλούμενον κέαρ A.Ag.997 (lyr.). III form into a circle, κ. τόξα AP12.82 (Mel.), cf. Him.Or.17.5; incorrectly, κ. τόξοιο νευρήν Babr. 68.5:—Pass., form a circle, of a bow, E.Ba.1066; also [τάφρος] περὶ τὸ πεδίον κυκλωθεῖσα being drawn in a circle, Pl.Criti.118d. IV abs., κυκλώσατε ἐπὶ τὸν βασιλέα κύκλῳ LXX 4 Ki.11.8; ἐκύκλωσα ἐγὼ καὶ ἡ καρδία μου τοῦ γνῶναι ib.Ec.7.26(25). V = λακκίζειν, ἀμπέλους Philostr.Her.2.8.