κυνέη
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
Aeol. κυνία Alc.15.2, Att. contr. κυνῆ IG12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. δορά)
A dog's skin (so only Anaxandr.65), used for making soldiers' caps: hence in Ep., generally, helmet, κ. ταυρείη, κτιδέη, Il.10.257, 335; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 3.316, 12.183; κ. χρυσείη 5.743; once of a peasant's cap, αἰγείη κ. Od.24.231; later περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας leathern caps, Hdt.7.77, cf. Ar.Nu.268, V.445; of the πέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς S.OC314; Ἀρκὰς κ., = Ἀρκαδικὸς πῖλος, Id.Fr.272, cf. Paus.Gr.Fr.72; but usu. helmet, λάμπραι κ. Alc.l.c.; κ. ἐπίχρυσος IG12.l.c.; τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην Hdt.2.151; κ. Κορινθίη Id.4.180; Βοιωτία D.59.94, Thphr.HP3.9.6. 2 Ἄϊδος κ. mythical helmet which rendered the wearer invisible, worn by Athena, Il.5.845; by Perseus, Pherecyd.11 J., cf. Hes.Sc.227, Ar.Ach.390, Pl.R.612b; Πλούτων κ. ἔχει τοῦ ἀφανοῦς πόλου σύμβολον Porph. ap. Eus.PE3.11.