κύτος
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, (κύω)
A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th.495; ἀσπίδος E.Fr.185; θώρηκος Ar.Pax1224; περίπλευρον κ. E.El.473 (lyr.); λέβητος Id.Cyc.399; τρίποδος Id.Supp.1202; κύλικος Pl.Com.189; λοπάδος Xenarch.1.10; hold of a ship, Plb.16.3.4. 2 vessel, jar, A.Ag.322, 816, S.El.1142, etc.; πλεκτὸν κ. basket, E.Ion37; κοιλοσώματον κ. Antiph.52.2. 3 of any hollow container, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Pl.Ti.45a; τὸ ὄπισθεν κ. occiput, Arist.PA56b26; τοῦ θώρακος τὸ κ., i.e. the chest, Pl.Ti.69e; ποδῶν κ. Achae.4.4 (leg. πλευρῶν) ; τὸ ἄνω κ. Arist.GA742b14 (also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κ., of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp.in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κ., i.e. the body, Pl.Ti.44a: hence, abs., body, ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12; trunk, διὰ παντὸς τοῦ κ. Pl.Ti.74a; τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Arist.HA 491a29, cf. PA686b14; τὸ ὅλον κ. τοῦ σώματος D.S.1.35, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg.964e; τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κ. τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8. 4 κ. ἀστέριον starry vault of heaven, Vett.Val.172.32.