λήθη
English (LSJ)
Dor. λάθα, ἡ,
A forgetting, forgetfulness, personified in Hes. Th.227; μηδέ σε λήθη αἱρείτω Il.2.33; [Περσεφόνη] βροτοῖς παρέχει λήθην, βλάπτουσα νόοιο Thgn.705; κακοῦ λ. S.Ph.878, cf.E.Ba.282, Or.213; λήθην ποιεύμενος τά μιν ἐόργεε forgetting... Hdt.1.127; λ. ποιεῖν τινος S.Fr.259; Λήθην . . κωφήν, ἄναυδον Id.Fr.670; χρόνος πάντα . . ἐς λ. ἄγει Id.Fr.954; τῶν ἰδίων λ. λαβών Timocl.6.5, cf. Phld. Rh.1.254 S.; τῶν αὑτοῦ κακῶν ἐπάγεσθαι λ. Men.467; παρέχειν Pl. Phdr.275a; ἐμποιεῖν Id.Phlb.63e; λήθην ἐμποιῆσαι τῶν πεπραγμένων Isoc.1.8; εἰς λήθην ἐμβαλεῖν τινα Aeschin.3.205; λήθη λαμβάνει, ἔχει τινά, Th.2.49, D.18.283; λήθη τινὸς ἐγγίγνεταί τινι X.Mem.1.2.21; εἰς λ. ἀφιγμένα forgotten, Phld.Ir.p.19 W. II after Hom., of a place of oblivion in the lower world, Λήθης δόμοι Simon.184.6; τὸ Λήθης πεδίον Ar.Ra.186; τὸ τῆς Λ. π. Pl.R.621a, D.H.8.52; Λ. ὕδωρ Luc.DMort.13.6, Paus.9.39.8, Aesop.168; also, ὁ τῆς Λήθης ποταμός, of the river Λιμαίας in Lusitania, Str.3.3.4, 5, cf. App.Hisp.73 (71). (Λήθη as pr. n. of a river is not found.)