ἀμφιέννυμι
English (LSJ)
Pl.Prt.321a; ἀμφιεννύω Plu.Per.9: fut.
A ἀμφιέσω Od.5.167, Att. ἀμφιῶ (ἀπ-) Men.339, (προσ-) Ar.Eq.891: aor. ἠμφίεσα Od.18.361 (opt. -έσαιμι), X.Cyr.1.3.17:—Med., ib.8.2.21: fut. -έσομαι ib. 4.3.20, Pl.R.457a: aor. ἠμφιεσάμην App.BC2.122, Ep. ἀμφιέσαντο Od.23.142:—Pass., aor. part. ἀμφιεσθείς Hdn.1.10.5: pf. ἠμφίεσμαι Ar.V.1172, etc.; poet. part. ἀμφεμμένος Epigr.Gr.1035.25:— put round or on, ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν' ἕσαν Il.19.393: but mostly c. dupl. acc. pers. et rei, ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα . . ἀμφιέσασα Od.15.369; in tmesi, ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν 10.542; ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα . . ἕσσ' ἐλάφοιο 13.436, cf. Ar.Pl.936, Pl. Smp.219b, X.Cyr.1.3.17, etc.:—Pass., ἠμφιεσμένος τι clothed in... wearing, Ar.V.1172, Th.92, Ec.879, etc.; τροφαλὶς σκῖρον ἠμφιεσμένη with a rind on, Eup.277. 2 rarely c. dat. rei. ἀ. τινά τινι clothe one in or with, θριξὶ καὶ δέρμασι Pl.Prt.321a: metaph., πονηρὰ χρηστοῖς ἀ. λόγοις cloak... D.H.6.16. II Med., put on oneself, dress oneself in, ἀμφιέσαντο χιτῶνας Od.23.142; ἀμφὶ δ' ἄρα . . ἑανὸν ἕσαθ' Il.14.178; ἀμφὶ δ' ἄρα . . νεφέλην ὤμοισι ἕσαντο they put cloud round their shoulders, 20.150; γυίοις ἀμφιέσαντο κόνιν A.Eleg.3; λευκήν ἀμφιέσασθε σάμην AP12.93; ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀ. Pl.R.457a: abs., οὐ γὰρ παρέχεις ἀμφιέσασθαι τῷ πατρί Ar.Fr.17D.