διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Λικιννία, ἡ.
Lĭcĭnĭa,¹⁵ æ, f., nom de femme : Cic. Br. 211 ; 160 ; Domo 136