μειλίσσω
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
fut. -ξω A.R.4.416: Ep. aor. Med.
A μειλίξατο Id.1.650: —make mild, soothe, treat kindly, τινα Theoc.16.28; esp. appease, propitiate: rarely c. gen., πυρὸς μειλισσέμεν (like πυρὸς χαρίζεσθαι) to appease [the dead] by fire, i.e. funeral rites, Il.7.410; of rivers, λιπαροῖς χεύμασι γαίας . . μειλίσσοντες οὖδας gladdening the soil with rich streams, A.Supp.1029 (lyr.); ὀργὰς μ. E.Hel.1339 (lyr.); μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις, Lyc.542, A.R.4.708. 2 implore, ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω ib.416. II Pass., μειλίσσομαι to be soothed, grow calm, h. Cer. 290; to be subdued, πυρὸς μειλίσσετ' ἀϋτμή A.R.3.531. III Med., use soothing words, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων extenuate not aught from respect or pity, Od. 3.96. 2 propitiate, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε A.R.1.860; συκοφάντας ἀπομαγδαλιᾷ Philostr.VA7.23; soften, subdue, ἔθνη . . καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Plu.2.330b. 3 implore, A.R.3.985, 4.1012.