μελαμφαής
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
ές,
A whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Full diacritics: μελαμφᾰής | Medium diacritics: μελαμφαής | Low diacritics: μελαμφαής | Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΗΣ |
Transliteration A: melamphaḗs | Transliteration B: melamphaēs | Transliteration C: melamfais | Beta Code: melamfah/s |
ές,
A whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.