μέλω

From LSJ
Revision as of 23:11, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλω Medium diacritics: μέλω Low diacritics: μέλω Capitals: ΜΕΛΩ
Transliteration A: mélō Transliteration B: melō Transliteration C: melo Beta Code: me/lw

English (LSJ)

Med. μέλομαι, used in both voices, either in neut. sense,

   A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.    A pres. μέλω: impf. ἔμελον, Ep. μέλον Od.5.6: fut. μελήσω, Ep. inf. μελησέμεν Il.10.51: aor. ἐμέλησα: pf. μεμέληκα; also Ep. and Lyr. μέμηλα, Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for Ep. forms of Med.v.infr.111.2): almost always 3sg.and pl., exc. in pres. (v. infr.):—to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in Att. Prose):    I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20; Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70; μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Thgn.245; Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr.155; μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14; ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850 (lyr.); Ἔρως . . οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr.842; μέλων πολλοῖσι AP 5.121 (Diod.); ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a: pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6; τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν . . . Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα . . . μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; πόλεμος δ' ἄνδρεσσι μελήσει 6.492; μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228; ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25; οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238; τοῖσιν . . ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151, cf. Il.2.614; ὅσα φημὶ μελησέμεν Ἀργείοισι 10.51; ἔλεγε . . κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19; μέλει γὰρ ἀνδρὶ . . τἄξωθεν A.Th.200; σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3; οὗτος . . δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp.939; ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec.459; τοῖσδε μελήσει γάμος E.El.1342 (anap.); τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20.    2 impers. c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465; so in A.Ag.1250, Th.1.141, etc.; also, μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19: united with the personal construction, οὗτος μητρὶ κηδεύειν μέλει E.Rh.983.    3 less freq. with a Conj., οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72; σοὶ μελέτω ὅκως . . Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.; ὡς δὲ καλῶς ἕξει... ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ . . S.Ph.1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ . . Lys.21.12.    4 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch.946 (lyr.), cf. Ag.974; ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει Id.Pr.938; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl.717; πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος Pl.Prt.339b; also μέλει μοι περί τινος A.Ch.780, Ar.Lys.502, Pl.Alc.2.150d; μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra.428b: less freq. with ὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37.    5 abs., μηδέ σοι μελησάτω A.Pr.334; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) ἠδίκηνται Antipho 1.31.    6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra.655; μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208; τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.    II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, as τοῖσδ' ἔσται μ. S.OC653, cf.1433.    2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V.1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap.24d; οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr.235a; μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24; οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg.501b.    III Med. is used by Poets and in Hp. like Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care, Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60: mostly in 3sg., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν . . αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ A.Eu.61; τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El.1436; γάμους . . σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph.759, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib.1302: rarely impers., σοὶ . . μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74; μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53, Orac. ap. Luc.Alex.24.    2 Ep. pf. and plpf. Pass. μέμβλεται, μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with pres. and impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516; φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12; ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61: hence later Ep. formed a pres. μέμβλομαι, 2pl. μέμβλεσθε A.R.2.217; 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.), μ. πόνοισι Opp.H.4.77: the regul. pf. and plpf. (with pres. and impf. sense) also occur in later Poets, μεμέληται Opp.C.1.436; Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17 (Antiphil.); μεμέληνται Call.Fr.anon.119, Opp.C.1.349: 2 and 3 plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for, πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36, cf. AP7.199 (Tymn.): aor. part. Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.    B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to... Il.5.708; μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297: later in pres., οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν A.Ag.370 (lyr.); μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj.689; δεινόν σε . . τικτούσης μέλειν Id.El.342: later c. dat., care for, μέλω κύρτοις AP10.10 (Arch. Jun.); θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7: abs., to be anxious, μέλει . . κέαρ A.Th.288, cf. Pers.1049 (both lyr.); μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh.770.    2 rarely c. acc., πεντήκοντα βοῶν ἀντάξια ταῦτα μέμηλας thou hastinvented, h.Merc.437 (fort. μέμηδας).    3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι (μέλλουσι codd. opt.) καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF773 (s.v.l.).    II Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th.177 (lyr.), S.OT1466, E.Hipp.109, Heracl.354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC1138; μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101: c. dat., ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76; ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491; ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221 (Leon.); ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172: c. inf., μέλομαι . . ἀείδειν Anacr.65; μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp.367, cf. E.Heracl.96 (lyr.): aor. in same sense, c. gen., τάφου μεληθείς S.Aj.1184.