μένω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
Ep. inf.
A μενέμεν Il.5.486; Arc. pres. part. μίνονσαι Schwyzer 657.49 (Tegea, iv B.C.); Ep., Ion. impf. μένεσκον Il.19.42, Hdt.4.42: Ep., Ion. fut. μενέω Il.19.308, Hdt.4.119; Att. μενῶ Ar.Ach.564, etc.: aor. ἔμεινα Il.15.656, etc.: pf. μεμένηκα D.18.321; cf. μίμνω:—stay, wait: I stand fast, in battle, οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659; μενέω καὶ τλήσομαι 11.317; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT295; ἐμπέδως μ. A.Ag.854; ἀραρότως Id.Supp.945; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26. 2 stay at home, stay where one is, Il.16.838; ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598; μ. αὐτοῦ Hdt.8.62; οἴκοι A.Fr.317; εἴσω δόμων Id.Th.232; κατ' οἶκον E.IA656; ἐν δόμοις Pi.N.3.43, S.Aj.80; ἔνδον Amphis 1.3. b lodge, stay, παρὰ ματρί Pi.P.4.186; πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13; ἐκεῖ Plb.30.4.10 codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5. c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from... Il.2.292; ἀπὸ πτολέμοιο 18.64: and so abs., to be a shirker, ἴση μοῖρα μένοντι καὶ εἰ μάλα τις πολεμίζοι 9.318. d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27. 3 stay, tarry, ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570; μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796; οἱ μένοντες X.An.4.4.19, etc. 4 of things, to be lasting, remain, stand, στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434; ἀσφαλὲς αἰὲν . . μένει οὐρανός Pi.N.6.4; τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu.672; αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th.744 (lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr.261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra.440a; τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael.290a21; μένων κύκλος Autol.12, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol.1308a3. b μ. παρά τινι remain in one's possession, CPR18.37 (ii A.D.), etc. 5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11; τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN1133b14: generally, stand, hold good, ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr.1000; μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201; εἰ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα Pl.Grg.480b; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN1167b7; of circumstances, οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5; μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant.169; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with... D.4.9; μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with... Pl.R.466c, cf. 496b; μ. ἐλεύθερον Men. 145; of wine, keep good, Plb.12.2.8. 6 abide by an opinion, conviction, etc., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt.356e; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.). 7 impers. c. inf., it remains for one to do, μένει . . ἐκτίνειν θέμιν A.Supp.435 (lyr.); τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει E.Fr.733. II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66; τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching, Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527, cf. A.Th.436; of a rock, bide the storm, Il.15.620; ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph.740: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch.103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag.1277; ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους Id.Fr.37; δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23. 2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247; οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr.255; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.; οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16; τί μένεις . . ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu.677, cf. Ag.459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.)