μεσημβρινός
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ή, όν, for μεσημερινός, Dor. μεσαμβρινός, ά, όν,
A belonging to noon, noontide, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις . . εὕδοι πεσών A.Ag.565; μεσημβρινοῖσι θάλπεσι in the noonday heats, Id.Th.431, cf. 381, Ar.Av.1096; κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Id.V.774, cf. Ach.40; μ. δαιμόνιον LXX Ps.90(91).6; ὁ μ. ᾠδός, of the cicada, AP 9.584.11; τὸ μεσαμβρινόν at noon, Theoc.1.15, 10.48, Luc.Anach.25: without the Art., Nic.Th.401; ὁ μ. κύκλος the meridian, Euc.Phaen. p.6 M., Gem.2.25: without κύκλος, Arist.Mete.362b11,375b29, Hipparch. 3.1.1, al., Str.2.1.10, Cleom.1.8, etc., cf. Theo Sm.p.131 H. II southern, κέλευθος A.Pr.722; τὰ μεσημβρινά Th.6.2, Str. 2.1.12, etc.: Comp. -ώτερος Gem.14.10, Anon.Geog.Comp.18: Sup. -ώτατος Str.2.5.33, etc. [ῐ, but ῑ metri gr., on the analogy of ὀπωρινός, Call.Lav.Pall.72, 73, Opp.C.2.17.]