φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
ŏnŏchēlis (-chī-), is, f. (-lĕs, is et -lŏn, ī, n.), (ὀνοχειλές, ὀνοχειλίς), orcanète [plante] : Plin. 21, 100 ; 22, 51.