ὀνοχειλές

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοχειλές Medium diacritics: ὀνοχειλές Low diacritics: ονοχειλές Capitals: ΟΝΟΧΕΙΛΕΣ
Transliteration A: onocheilés Transliteration B: onocheiles Transliteration C: onocheiles Beta Code: o)noxeile/s

English (LSJ)

έος, τό, Cretan bugloss, Echium parviflorum, Ps.-Dsc.4.23 (whence restd. in Thphr.HP7.10.3, for ὀνοκίχλης), Plin.HN22.51 :—also ὀνόχειλος, ἡ, Aët.1.5, Paul.Aeg.7.3 p.187 H.:

German (Pape)

[Seite 350] τό, auch ὀνοχειλίς, ίδος, ἡ, u. ὀνόχειλος, ἡ, Eselslippe, eine Pflanze, von der Gattung ἄγχουσα, die gegen den Biß wilder Tiere gebraucht wurde, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοχειλές: έος, τό, εἶδος ἀγχούσης, Διοσκ. 4. 24 (ὁπόθεν διωρθώθη ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3, ἀντὶ ὀνοκίχλης), Πλίν. 22. 25· ὡσαύτως ὀνόχειλος, ἡ, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.· ὀνόχηλον, τό, ὡς ἐκ τοῦ χηλή, ὄνου ὁπλή, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 838. Ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ τούτου: ὀνόκλεια, Διοσκ. 4. 23, Γαλην. 13, σ. 149.

Greek Monolingual

ὀνοχειλές, -οῦς και -έος, τὸ (Α)
το φυτό έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + χεῖλος.