ὀνοχειλές

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοχειλές Medium diacritics: ὀνοχειλές Low diacritics: ονοχειλές Capitals: ΟΝΟΧΕΙΛΕΣ
Transliteration A: onocheilés Transliteration B: onocheiles Transliteration C: onocheiles Beta Code: o)noxeile/s

English (LSJ)

έος, τό, Cretan bugloss, Echium parviflorum, Ps.-Dsc.4.23 (whence restd. in Thphr.HP7.10.3, for ὀνοκίχλης), Plin.HN22.51 :—also ὀνόχειλος, ἡ, Aët.1.5, Paul.Aeg.7.3 p.187 H.:

German (Pape)

[Seite 350] τό, auch ὀνοχειλίς, ίδος, ἡ, u. ὀνόχειλος, ἡ, Eselslippe, eine Pflanze, von der Gattung ἄγχουσα, die gegen den Biß wilder Tiere gebraucht wurde, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοχειλές: έος, τό, εἶδος ἀγχούσης, Διοσκ. 4. 24 (ὁπόθεν διωρθώθη ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3, ἀντὶ ὀνοκίχλης), Πλίν. 22. 25· ὡσαύτως ὀνόχειλος, ἡ, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.· ὀνόχηλον, τό, ὡς ἐκ τοῦ χηλή, ὄνου ὁπλή, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 838. Ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ τούτου: ὀνόκλεια, Διοσκ. 4. 23, Γαλην. 13, σ. 149.

Greek Monolingual

ὀνοχειλές, -οῦς και -έος, τὸ (Α)
το φυτό έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + χεῖλος.