οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
ŏnŏchēlis (-chī-), is, f. (-lĕs, is et -lŏn, ī, n.), (ὀνοχειλές, ὀνοχειλίς), orcanète [plante] : Plin. 21, 100 ; 22, 51.