νεκτάρεος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
[ᾰ], έα, Ion. έη, εον,
A nectarous, in Hom. of garments, i.e. fragrant, ν. ἑανός, χιτών, Il.3.385, 18.25; ν. σπονδαί Pi.I.6(5).37; κύλιξ AP6.248 (Marc. Arg.); Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις BMus.Inscr.1036 (Caria); τὸ ν. πόμα Luc.Herm.60: neut. as Adv., νεκτάρεον μείδησε A.R.3.1009.