ὀξυθύμια
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
τά,
A refuse deposited at cross-roads near the statues of Hecate, ὃν χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις κἀν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα should have been burned among the refuse, Eup.120 ; περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀ. ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς Hyp.Fr.79 ; τῶν ὀ. ἀτιμότερος Poll.5.163, cf. 2.231 ; = Ἑκαταῖα 11, Did. ap. Harp., cf. Phot., Suid. ; or perh. gallows (so Aristarch.), τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς; prob. in Com.Adesp.400 ; cf. ἑκάτη.