παλαιότης
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A age, π. καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.2.42; of seeds, Thphr.HP7.1.6. 2 more freq. antiquity, obsoleteness, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις E.Hel.1056; ὑπὸ παλαιότητος Pl.Cra.421d; εἴτε π. εἴτε σαπρότης Id.R.609e; π. γράμματος, opp. καινότης πνεύματος, Ep.Rom.7.6; in Lit. Crit., D.H.Rh.10.19.